Πατριαρχική απόδειξις από τοις Χριστουνέννοις

Πατριαρχική απόδειξις από τοις Χριστουνέννοις
Ημερομηνία δημοσίευσης 21.12.2025

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΟΙΣ
 

+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ

ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – 
ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΧΑΡΙΝ, ΕΛΕΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΝ 
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝ ΒΗΘΛΕΕΜ ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΟΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

 

Τιμιώτατοι αδελφοί Ιεράρχαι και προσφιλέστατα τέκνα εν Κυρίω,
Αξιωθέντες και πάλιν να φθάσωμεν την μεγάλην εορτήν της κατά σάρκα Γεννήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, δοξολογούμεν την «άφραστον και ἀκατά-ληπτον συγκατάβασιν» Αυτού, του Σωτήρος του γένους των ανθρώπων και Λυτρωτού απάσης της κτίσεως εκ της φθοράς, αναβοώντες μετά των Αγγέλων «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία»[1].

Ο Χριστός απεκαλύφθη ως «Εμμανουήλ»[2], ως «Θεός μεθ᾿ ημών» και «υπέρ ημών», ως Θεός πλησίον ενός εκάστου εξ ημών, ως «και ημών αυτών συγγενέστερος»[3]. Ο «ομοούσιος» τω Θεώ Πατρί προαιώνιος Λόγος, καθώς εδογμάτισεν η εν Νικαία Α’ Οικουμενική Σύνοδος, η 1700ή επέτειος από της συγκλήσεως της οποίας ετιμήθη πρεπόντως υπό του χριστιανικού κόσμου κατά το παριππεύον έτος, «oμοιούται τω ιδίω ποιήματι», σαρκωθείς εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου, «ίνα τους ανθρώπους θεούς αποδείξη». 

Το Απολυτίκιον των Χριστουγέννων διακηρύσσει ότι η Γέννησις του Χριστού «ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως», απεκάλυψε το «υπερβατικόν και καθολικόν νόημα» της ζωής και της ιστορίας, την αλήθειαν, ότι μόνον η χριστιανική πίστις δύναται να ικανοποιήση πλήρως τας βαθυτέρας αναζητήσεις του νοός και την δίψαν της καρδίας, ότι «ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία» [4] ει μη εν Χριστώ. Έκτοτε, «η γνώσις», ήτις «φυσιοί»[5], κρίνεται εκ του Κυριακού «Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»[6].

Το υπέρλογον γεγονός της Ενσαρκώσεως βιούται και επαναλαμβάνεται πνευματικώς εις την ζωήν των πιστών, των αγαπώντων την επιφάνειαν του Σωτήρος Χριστού. Όπως γράφει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, «Ο του Θεού Λόγος εφάπαξ κατά σάρκα γεννηθείς, αεί γεννάται θέλων κατά πνεύμα διά φιλανθρωπίαν τοις θέλουσι»[7]. Εν τη εννοία ταύτη, ο εορτασμός των Χριστουγέννων, της Σαρκώσεως του Θεού και της κατά χάριν θεώσεως του ανθρώπου, δεν μας στρέφει προς εν γεγο-νός του παρελθόντος, αλλά μας κατευθύνει προς την «μέλλουσαν πόλιν»[8], προς την αιωνίαν Βασιλείαν του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. 

Εις ένα κόσμον, όπου ηχούν αι πολεμικαί ιαχαί και η κλαγγή των όπλων, διασαλπίζεται το αγγελικόν «επί γης ειρήνη», η φωνή του Κυρίου μακαρίζει τους «ειρηνοποιούς» και η Αγία Εκκλησία Του δέεται εις την Θείαν Λειτουργίαν «υπέρ της άνωθεν ειρήνης» και «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου». Η γνησία πίστις εις Θεόν ζώντα ενδυναμώνει τον αγώνα διά την ειρήνην και την δικαιοσύνην, ακόμη και όταν ούτος ευρίσκεται ενώπιον ανυπερβλήτων, κατ᾽ άνθρωπον, εμποδίων. Ως θεοκινήτως δηλούται εις το Μήνυμα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, την πρώτην δεκαετηρίδα της οποίας θα εορτάσωμεν κατά το επερχόμενον έτος, «το λάδι του θρησκευτικού βιώματος πρέπει να χρησιμοποιείται για να επουλώνει πληγές και όχι για να αναζωπυρώνει τη φωτιά των πολεμικών συρράξεων»[9].

Το Ευαγγέλιον της ειρήνης αφορά εξόχως εις ημάς τους Χριστιανούς. Θεωρούμεν ανεπίτρεπτον την αδιαφορίαν διά την διάσπασιν της Χριστιανοσύνης, ιδίως όταν αύτη συνοδεύεται από φονταμενταλισμόν και ρητήν απόρριψιν των διαχριστιανικών διαλόγων, οι οποίοι έχουν τελικόν σκοπόν την υπέρβασιν της διαιρέσεως και την επίτευξιν της ενότητος. Το χρέος του αγώνος διά την χριστιανικήν ενότητα είναι αδιαπραγμάτευτον. Εις την νέαν γενεάν των Χριστιανών ανήκει η ευθύνη της συνεχίσεως των προσπαθειών των πρωτεργατών της Οικουμενικής Κινήσεως και της δικαιώσεως των οραμάτων και των μόχθων των. 

Ανήκομεν εις τον Χριστόν, ο οποίος είναι «η ειρήνη ημών»[10] και η «πεπληρω-μένη χαρά» εις την ζωήν μας, η «ευδοκία», η πηγάζουσα εκ της βεβαιότητος ότι «ήλθεν η αλήθεια» και «παρέδραμεν η σκιά», ότι η αγάπη είναι ισχυροτέρα από το μίσος και η ζωή ισχυροτέρα από τον θάνατον, ότι το κακόν δεν έχει τον τελευταίον λόγον εις την ζωήν του κόσμου, την οποίαν κατευθύνει ο Χριστός, ο «χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας»[11]. Αυτή η πίστις πρέπει να διαλάμπη και να αποκαλύπτεται εις τον τρόπον με τον οποίον τιμώμεν τα Χριστούγεννα και τας άλλας εκκλησιαστικάς εορτάς. Ο θεοτερπής εορτασμός εκ μέρους των πιστών οφείλει να μαρτυρή την μεταμορφωτικήν δύναμιν της εις Χριστόν πίστεως διά την ζωήν μας, να είναι καιρός ευδοκίας και πνευματικής ευφροσύνης, βιώσεως εκείνης της ανεκλαλήτου «μεγάλης χαράς»[12], η οποία είναι «συνώνυμος του Ευαγγελίου». 

Ιερώτατοι και Θεοφιλέστατοι αδελφοί και αγαπητά τέκνα,
Κατά το έτος 2026, η Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία τιμά την συμπλήρωσιν 1400 ετών από της 7ης Αυγούστου 626, οτε εψάλη «ορθοστάδην» ο Ακάθιστος Ύμνος, κατά την Ιεράν Αγρυπνίαν εν τω Ιερώ Ναώ της Παναγίας Βλαχερνών, εις έκφρασιν ευγνωμοσύνης προς την Υπεραγίαν Θεοτόκον, διά την διάσωσιν της Πόλεως εκ της επιδρομής εχθρών δυσμενών. Επί τη ιστορική ταύτη επετείω, η Επετηρίς του Οικουμενικού Πατριαρχείου του έτους 2026 αφιερούται εις την ἀνά-μνησιν του σημαντικού τούτου γεγονότος διά την Παράδοσιν και την ταυτότητά μας, αι οποίαι είναι αδιασπάστως και βαθέως συνυφασμέναι με την τιμήν προς την αειμακάριστον και παναμώμητον Μητέρα του Θεού ημών και Υπέρμαχον Στρατηγόν του Γένους. 

Εν τω πνεύματι τούτω, κλίνοντες το γόνυ ενώπιον της Βρεφοκρατούσης Μαριάμ και προσκυνούντες τον την ημετέραν μορφήν αναλαβόντα Θεόν Λόγον, ευχόμεθα εις πάντας υμάς ευλογημένον το Άγιον Δωδεκαήμερον, καλλίκαρπον δε εν έργοις αγαθοίς και πλήρη θειων δωρημάτων τον νέον ενιαυτόν της χρηστότητος του Κυρίου, Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις πάντας τους αιώνας. Αμήν! 

 
Χριστούγεννα 2025

† Ο Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος προς Θεόν ευχέτης πάντων υμών
 


[1] Λουκ. β’, 14.
[2] Ματθ. α’, 23.
[3] Νικολάου Καβάσιλα, Περί της εν Χριστώ ζωής, Στ’, PG 150, 660.
[4] Πράξ. δ’, 12.
[5] Πρβλ. Α’ Κορ. η’, 1.
[6] Ιωάν, η’, 32.
[7] Μαξίμου του Ομολογητού, Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε και οικονομικά, Ι, η’, PG 90, 1181.
[8] Εβρ. ιγ’, 14.
[9] Μήνυμα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον Ορθόδοξο λαό και κάθε άνθρωπο καλής θελήσεως, § 4.
[10] Εφεσ. β’, 14.  
[11] Εβρ. ιγ’, 8.
[12] Πρβλ. Λουκ. β΄, 10.