Γέροντας Βασίλειος Ιβηρίτης, Εκοιμήθη «ἔμπλεως χαρᾶς καὶ θείου φωτός»!

Σύγχρονοι Γέροντες/Γερόντισσες
17.09.2025
Ὁ π. Βασίλειος γεννήθηκε στὶς 8.2.1936 στὸ Ἡράκλειο τῆς Κρήτης, ὁ δεύτερος ἀπὸ τὰ ὸχτὼ παιδιὰ τοῦ μαθηματικοῦ καὶ διευθυντῆ τοῦ ἐκπαιδευτηρίου «Κοραής» Κωνσταντίνου Γοντικάκη. Ἡ μητέρα του Χρυσῆ ἦταν μικρασιάτισσα.
Σπούδασε θεολογία στὴν Ἀθήνα. Συνδέθηκε μὲ τὴν ἀδελφότητα «Ζωή» ἀπὸ τὰ μαθητικά του χρόνια κι ἔγινε δόκιμο μέλος της. Ἀποχώρησε ὅμως ἀπὸ αὐτὴν λίγο μετὰ τὴν ἀποφοίτησή του, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν Δημήτριο Κουτρουμπῆ ὁ ὁποῖος τὸν μύησε στὴν πατερικὴ καὶ λειτουργικὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Οἱ ὑπόλοιποι μαθητὲς τοῦ Κουτρουμπῆ ποὺ ἔφυγαν κι αὐτοὶ ἀπὸ τῆ «Ζωὴ» εἶναι οἱ Ἀναστάσιος Γιαννουλάτος (ὁ μετέπειτα ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας), π. Εὐσέβιος Βίττης, π. Γρηγόριος Χατζηεμμανουήλ (τοῦ κουτλουμουσιανοῦ Κελλίου τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου), Χρῆστος Γιανναρᾶς καὶ Παναγιώτης Νέλλας.
Σὲ μιὰν ἐπίσκεψή του στὸ Ἅγιον Ὄρος ὡς τεταρτοετὴς φοιτητὴς τὸ 1958 γνώρισε τὸν ὅσιο Παΐσιο, μὲ τὸν ὁποῖο ἄρχισε νὰ ἀλληλογραφεῖ, κι ἀπὸ τότε ἀγάπησε τὸν Ἄθω. Μετὰ τὴ στρατιωτικὴ θητεία του, ἐκάρη μικρόσχημος μοναχὸς στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Γεωργίου Ἐπανωσήφη καὶ χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Κρήτης Εὐγένιο τὸ 1961.
Ἀφοῦ δίδαξε στὴ Μέση Ἐκπαίδευση γιὰ ἕνα χρόνο, τὸ 1962 πῆγε στὸ Παρίσι γιὰ μεταπτυχιακὲς σπουδὲς στὸν ἅγιο Σέργιο ἀλλὰ καὶ στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Λυών. (Παράλληλα διδάχτηκε καὶ τὴν ἁγιογραφία ἀπὸ τὸν Λεωνίδα Οὐσπένσκι.) Δὲν ὁλοκλήρωσε ὅμως τὴ διδακτορικὴ διατριβή του, γιατὶ τὸν κατέφλεγε ὁ πόθος τῆς ἀναχωρἠσεως.
Ἀφοῦ ὑπηρέτησε ἕνα ἑξάμηνο στὶς Βρυξέλλες ὡς ἐφημέριος, τὸ 1965 ἦρθε στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴν ἰβηριτικὴ Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, στὴν Καλύβη τῶν Ὁσιομαρτύρων Ἰακώβου, Διονυσίου καὶ Ἰακώβου, γιὰ νὰ μονάσει κοντὰ στὸν ὅσιο Παΐσιο, ο ὁποῖος ἀπὸ τὸ 1964 ἀσκήτευε σ᾿ ἕνα καλυβάκι ποὺ εἶχε φτιάξει δίπλα στὸ Παλαιὸ Κυριακὸ τῆς Σκήτης. Ἐπορίζετο τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀπὸ τὴν ἁγιογραφία. Ἀπὸ τὸ 1966 ἀσκήτευε μαζί του κι ὁ π. Γρηγόριος Χατζηεμμανουήλ.
Τὸ 1968 ἡ Ἱερὰ Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους κάλεσε τὸν ὅσιο Παΐσιο νὰ ἐπανδρώσει τὴν τότε ἰδιόρρυθμη Ἱερὰ Μονὴ Σταυρονικήτα ποὺ εἶχε μείνει μὲ τρεῖς μοναχοὺς κι ἦταν μισοερειπωμένη. Αὐτὸς πῆρε μαζί του τοὺς π. Βασίλειο, Γρηγόριο καὶ κάποιους ἄλλους, ἔκειρε τὸν π. Βασίλειο μεγαλόσχημο κι ἐγκαταστάθηκαν ἐκεῖ, μὲ τὸν π. Βασίλειο ἡγούμενο τοῦ νέου κοινοβίου.
Ἡ ἀδελφότητα αὐξήθηκε γρήγορα σ᾿ αὐτὴν τὴ φτωχὴ καὶ μικρὴ μονή, κι ὁ π. Βασίλειος ἀναλώθηκε στὴν ἀναστήλωσή της, ἐξευρίσκοντας χρήματα ἀπὸ διάφορες πηγὲς καὶ καταβάλλοντας προσωπικὴ ἐργασία μαζὶ μὲ τοὺς ὑποτακτικούς του. Αὐτὴ ἦταν καὶ ἡ αρχὴ τῆς σύγχρονής μας ἀναγεννήσεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐφ᾿ ὅσον μετὰ τὴν κοινοβιοποίηση τῆς Σταυρονικήτα μετατράπηκαν σὲ κοινόβια καὶ οἱ ὑπόλοιπες ἑπτὰ ἰδιόρρυθμες μονές, ἐνῶ ἄλλες μονὲς ἐπανδρώθηκαν μὲ νέες συνοδεῖες.
Ἡ Μονὴ Σταυρονικήτα ἔγινε πόλος ἕλξεως γιὰ πλῆθος νέων καὶ διανοούμενων, καθὼς ὁ π. Βασίλειος παρουσίαζε τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ τὴ θεολογία της μ᾿ ἕνα ζωντανὸ καὶ θελκτικὸ τρόπο, χωρὶς τὶς ἀγκυλώσεις μὲ τὶς ὁποῖες τὴν εἶχαν συνδέσει μέχρι τότε. Τὶς δεκαετίες 1980 καὶ 1990 ἦταν ἡ γνωστότερη ἁγιορείτικη φωνὴ πρὸς τὸν ἔξω κόσμο κι ἔκανε δεκάδες ὁμιλίες σὲ πολυπληθῆ ἀκροατήρια, κυρίως φοιτητῶν καὶ νέων.
Τὸ 1990 ἀνέλαβε τὴ μέχρι τότε ἰδιόρρυθμη μεγάλη Μονὴ Ἰβήρων, στὴν ὁποία ἐγκαθιδρύθηκε ὡς ἡγούμενος ἀπὸ τὸν τότε μητροπολίτη Φιλαδελφείας, τὸν σημερινὸ Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, στὴν πανήγυρή της, στὶς 15/28 Αὐγούστου. Καὶ ἐκεῖ ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴν ἀναστήλωση καὶ τὴν ἀναδιοργάνωση τῆς μοναστικῆς ζωῆς της, ἀλλὰ καὶ στὴν ἔκδοση πολλῶν βιβλίων ποὺ προβάλλουν τὴν πνευματικὴ καὶ πολιτιστικὴ κληρονομιά της, μὲ τὴ συνεργασία κορυφαίων ἐπιστημόνων καὶ καλλιτεχνῶν.
Τὸ 2005 παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν ἡγουμενία, παραδίδοντας τὴ σκυτάλη στὸν π. Ναθαναήλ. Συνέχισε ὅμως νὰ μετέχει στὴ ζωὴ τῆς ἀδελφότητας μὲ τὶς συμβουλὲς ποὺ πήγαζαν ἀπὸ τὴν πλούσια πνευματικὴ ἐμπειρία καὶ τὶς γνώσεις του. Σὲ μιὰν ἄλλη πανήγυρη, τὴ φετινή, ἔπαθε ἕνα ἀτύχημα, χειρουργήθηκε, ἀλλὰ δὲν ἄντεξε στὶς μετεγχειρητικὲς ἐπιπλοκὲς καὶ ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στὶς 17 Σεπτεμβρίου 2025 τὸ πρωί, ἔμπλεως χαρᾶς καὶ θείου φωτός.
Ἐπειδὴ τὸ εἶναι του εἶχε ἐμβαπτισθεῖ στὴν κολυμβήθρα τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ, ἀρνήθηκε δύο φορὲς να χειροτονηθεῖ ἐπίσκοπος καὶ νὰ διαποιμάνει εἴτε τὴ μητρόπολη Κισσάμου καὶ Σελίνου, εἴτε τὴ Λέρου καὶ Καλύμνου.
Ἔχοντας μέριμνα γιὰ τὸν Ἱερὸ Τόπο, πρωτοστάτησε σὲ πολλὲς παρεμβάσεις τῆς ἁγιορειτικῆς πολιτείας στὴ ζωὴ τοῦ Γένους μας, ἐργαζόμενος παράλληλα καὶ γιὰ τὴν ἐξεύρεση πὀρων γιὰ τὴν ἀναστήλωση τῶν ἁγιορειτικῶν καθιδρυμάτων.
Λόγῳ δὲ τῆς ἀκραιφνοῦς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεώς του, βοήθησε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ πολλοὺς καὶ ποικίλους τρόπους, ὥστε ἡ λαμπάδα τοῦ Φαναρίου νὰ ἐξακολουθεῖ νὰ φωτίζει ἀκοίμητα τὸ Γένος μας καὶ τὴν Οἰκουμένη, καὶ δὲν εἶπε ποτὲ ὄχι ὅταν αὐτὸ ζήτησε τὴ βοήθειά του.
Σημάδεψε καὶ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία μὲ τὶς ὁμιλίες καὶ τὰ βιβλία του (κυρίως μὲ τὸ πρῶτο, τὸ Εἰσοδικὸν) παρουσιάζοντάς την ὡς βίωμα ποὺ ἔρχεται μετὰ ἀπὸ πολὺν ἀσκητικὸ ἀγώνα καὶ διὰ τῆς μετοχῆς στὰ μυστήρια, τὴ λατρεία καὶ τὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Προέβαλε τοὺς ἁγίους Πατέρες, ἰδιαίτερα τὸν ἀββᾶ Ἰσαὰκ τὸν Σῦρο (ἡ Μονὴ Ἰβήρων ἔφερε εἰς πέρας τὴν κριτικὴ ἔκδοση τῶν ἔργων του) καὶ ἐπεσήμανε τὴ σχέση τους μὲ μεγάλους φιλοσόφους καὶ καλλιτέχνες, ὅπως τὸν Ἡράκλειτο καὶ τὸν Ντοστογιέφσκι, τοὺς ὁποίους ὑπεραγαποῦσε. Ἔτσι, ἔριξε γέφυρες πρὸς πολλὰ ἀνήσυχα πνεύματα τῆς ἐποχῆς μας τὰ ὁποῖα συνδέθηκαν μαζί του.
Τα βιβλία του (ὅλα, ἐκτὸς ἀπὸ δύο, σὲ περισσότερες ἀπὸ μία ἐκδόσεις):
- Εἰσοδικόν. Στοιχεῖα λειτουργικῆς βιώσεως τοῦ μυστηρίου τῆς ἑνότητος μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
- Θεολογικὸ σχόλιο στὶς τοιχογραφίες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα
- Ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ
- Τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἡ παιδεία τοῦ Γένους μας
- Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος. Ἕνα πλησίασμα στὸν κόσμο του
- Κάλλος καὶ ἡσυχία στὴν ἁγιορειτικὴ πολιτεία
- Λειτουργικὸς τρόπος
- Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι
- Τὸ κάλλος θὰ σώση τὸν κόσμο
- Ἡ ὑγεία που νικᾶ τὸν θάνατο
- Ἀπολυτίκιον. Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός
- Ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης
- Ἐξ ἀφορμῆς τῆς Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
- Ἡ Μεγάλη Ἰδέα ἑνὸς μικροῦ λαοῦ
- Ἀποτυπώματα
- Ἡράκλειτος. Κλέος ἀέναον θνητῶν.
Τὴν εὐχή του να ᾿χουμε!
Πηγή: www.pemptousia.gr