Ιστορία Ιεράς Μητροπόλεως

Η Ιερά Μητρόπολη Ιεραπύτνης και Σητείας είναι μια από τις οκτώ Μητροπολιτικές περιφέρειες της Αποστολικής Εκκλησίας της Κρήτης. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Νομού Λασιθίου και περιλαμβάνει τις Επαρχίες Ιεράπετρας και Σητείας και τις τέως Κοινότητες Καλού Χωριού Μεραμβέλλου και Κάτω Σύμης Βιάννου με έδρα την πόλη της Ιεράπετρας.

Η παράδοση αναφέρει ότι στο β΄ μισό του α΄ αιώνα μ.Χ. ο Απόστολος Τίτος, που τον είχε αφήσει ο Απ. Παύλος στην Κρήτη για να κηρύξει το Ευαγγέλιο του Χριστού, ίδρυσε τις Επισκοπές της Κρήτης. Αυτή ήταν και η επιθυμία του Αποστόλου των Εθνών Παύλου, που αναφέρει στην προς Τίτον επιστολή του «τούτου χάριν κατέλιπόν σε εν Κρήτη, ίνα τα λείποντα επιδιορθώσης και καταστήσης κατά πόλιν πρεσβυτέρους, ως εγώ σοι διεταξάμην...» (Τιτ. 1,5), διευκρινίζοντας ότι πρεσβυτέρους ονομάζει τούς  Επισκόπους. Η Επισκοπή Ιεράπετρας είναι η αρχαιότερη ιστορικά στο Νομό Λασιθίου και θεωρείται μεταξύ των πρώτων που ιδρύθηκαν στην Κρήτη.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Φλαμίνιο Κορνήλιο στο έργο του Kreta Sacra και την αναφορά του Αθανασίου Παπαδοπούλου-Κεραμέως στο «Μαρτυρολόγιο των Αγίων Δέκα Μαρτύρων», η ίδρυσή της χρονολογείται γύρω στο 68 μ. Χ.

Επίσης, το ακρωτήριο «Σαλμώνη», που αναφέρεται στις Πράξειςτων Αποστόλων (Πρ. 27,7) «υπεπλεύσαμεν την Κρήτην κατά Σαλμώνην» πως πέρασε ο Απόστολος Παύλος πηγαίνοντας στη Ρώμη, πριν να αράξει το πλοίο που τον μετέφερε στους Καλούς Λιμένες, είναι το ακρωτήριο «Κάβο Σίδερο», το οποίο βρίσκεται στο ανατολικότερο άκρο της Κρήτης, και συγκεκριμένα στην επαρχία Σητείας και στα γεωγραφικά όρια της Ιεράς Μονής Τοπλού.

Ακόμα, σύμφωνα με μία παράδοση ο Απόστολος Παύλος, κατά την τέταρτη αποστολική περιοδεία του, αποβιβάστηκε για ανεφοδιασμό ανατολικά της  Ιεράπετρας, όπου και κτίστηκε μία εκκλησία με 12 κολώνες στο όνομα του Αποστόλου Παύλου, γεγονός που ενισχύει την επικρατούσα παράδοση ότι ο ίδιος ο Απόστολος των Εθνών μαζί με τον μαθητή του Τίτο ίδρυσαν την Εκκλησία της Ιεραπύτνης και της Σητείας. Ο ναός δεν διασώζεται σήμερα, όμως περιγράφεται το 1687 από τον Randolph τις περιηγήσεις του στην Κρήτη που γράφει: «Ανατολικά της Ιεράπετρας περίπου 10 μίλια, επισκέφτηκα ένα μοναστήρι μέσα σε μια σπηλιά δίπλα σε ένα βουνό. Εκεί όπου λέγεται ότι ο Απόστολος Παύλος εκήρυξε. Σ’ αυτή την σπηλιά είναι μια εκκλησία με 12 κολώνες κομμένες από το βράχο και είναι γεγονός ότι οι χριαστιανοί την έκτισαν νύκτα και σε διάστημα μηνός».

Η ανασκαφική έρευνα από τον Συλλογο «Βιτσέντζος Κορνάρος» Σητείας, έφερε στην επιφάνεια σημαντικά στοιχεία, με τα οποία μπορεί να υποστηριχτεί ότι αυτός ο δωδεκακίονος σπηλαιώδης ναός, ο οποίος ήταν καθολικό γυναικείας Μονής και κτίστηκε τον πρώτο μ.Χ. αιώνα, βρίσκεται στην περιοχή του Μακρύ Γιαλού. Ακόμη η έρευνα αυτή στην περιοχή του Μακρύ Γυαλού, έφερε σε φως σπηλιά με κτίσματα καθώς και τον χαρακτηριστικά κομμένο βράχο που περιγράφει ο Randolph.

Η πρώτη ιστορικά επικυρωμένη αναφορά γίνεται το 343 μ.Χ. όταν ο Επίσκοπος Ιεραπύτνης Σύμφορος μετείχε στη Σύνοδο της Σαρδικής (Σόφιας). Το 457 μ.Χ. στην τοπική Σύνοδο Κρήτης μνημονεύει και υπογράφει ο Ευφρόνιος ως Επίσκοπος Ιεραπύτνης, ενώ κατά την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια το 787 αναφέρεται και η Επισκοπή Ιεραπύτνης.

Τον 7ο ή τον 8ο αιώνα τοποθετείται η ίδρυση της Επισκοπής της Σητείας. Η Αραβική κατάκτηση του 823 επέφερε πρωτοφανείς διωγμούς στην Εκκλησία της Κρήτης. Από το 961 μ.Χ. με την απελευθέρωση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά αναβιώνει το ορθόδοξο χριστιανικό φρόνημα των κατοίκων της και η επανασύσταση και δραστηριοπόηση των Επισκόπων. Οι ιστορικοί της εποχής αναφέρουν ότι η καταστροφική επιδρομή των πειρατών στις παράλιες πόλεις της Κρήτης ανάγκαζαν τη μεταφορά της έδρας τους σε μεγάλα χωριά στο εσωτερικό της Κρήτης που ακόμα φέρνουν το όνομα Επισκοπή, όπως π.χ. στην περιοχή Ιεράπετρας στο χωριό Επισκοπή και στην περιοχή της Σητείας η Επάνω και Κάτω Επισκοπή με υπάρχουσες μέχρι σήμερα κατοικίες Επισκόπων. Δηλαδή ορισμένες περιφέρειες κατά καιρούς αποτελούσαν ανεξάρτητες Επισκοπές όπως φαίνεται στο Παρισινό τακτικό 1555Α΄ του Λεοντος Γ΄ και του Κωνσταντίνου Ε΄, που χρονολογείται μεταξύ των ετών 731-746 μ. Χ.

Κατά την Ενετοκρατία, μετά το 1204, οι Φράγκοι κατακτητές συγχώνευσαν τις Επισκοπές και αντί Ορθοδόξων τοποθετούσαν Λατίνους Επισκόπους ή Έλληνες που είχαν φραγκέψει. Ο πρώτος Λατίνος Επίσκοπος ήταν ο Αντώνιος από τη Βενετία (1317-1323). Ακολουθούν περί τους είκοσι (20) Λατίνους ή Λατινόφρονας Επισκόπους. Ο τελευταίος Γεώργιος Μινόττος (1634-1651) παραδίδει την Επισκοπή Σητείας στους Τούρκους. Στην περίοδο αυτή οι δύο επαρχίες άλλοτε ήταν ενωμένες και άλλοτε όχι, ανάλογα με τα συμφέροντα των κατακτητών, ο δε Επίσκοπος έφερε πάντα τον τίτλο «Ιεραπέτρας», συμπεριλαμβανομένης και της Επισκοπής «Πέτρας». Η Ιερά Επισκοπή Ιεραπύτνης περιελάμβανε ολόκληρο το ανατολικό τμήμα της Νήσου, από την Σητεία έως την Βιάννο και την Χερρόνησο, δηλαδή την σημερινή Χερσόνησο του Νομού Ηρακλείου.

Κατά τον 12ο αιώνα μέρος της περιφερείας της Επισκοπής Ιεραπύτνης ή Ιεραπέτρας (επαρχίες Μεραμβέλλου, Λασιθίου και Βιάννου) αποσπάσθηκε απ΄ αυτήν και αποκόπηκε ο τίτλος της, παραμένουσα η πρώτη ως Επισκοπή Ιεράς και η δεύτερη ως Επισκοπή Πέτρας. Από τότε στην Επισκοπή Ιεράς ή Ιεράς και Σητείας ανήκουν οι Επαρχίες Ιεράπετρας και Σητείας και οι τέως Κοινότητες Καλού Χωριού Μεραμβέλλου και Κάτω Σύμης Βιάννου.

Για ορισμένο μικρό διάστημα η Επαρχία Σητείας αποτέλεσε ιδιαίτερη Επισκοπή με τελευταίο Επίσκοπο τον μακαριστό Ζαχαρία, ο οποίος θανατώθηκε από τους Τούρκους κατακτητές στο Ηράκλειο το 1822 μ.Χ. Και πάλι όμως οι δύο επαρχίες Ιεράπετρας και Σητείας αποτέλεσαν μια ενιαία Μητροπολιτική περιφέρεια, την Ιερά Επισκοπή Ιεράς και Σητείας ή Ιεροσητείας.

Στην Τουρκοκρατία (1669-1898) επανιδρύθηκαν οι Επισκοπές στην Κρήτη και εγκαταστάθηκαν Ορθόδοξοι Επισκοποι. Τότε υπήρχαν δύο Επισκοπές «Ιεράς» και «Σητείας» και από το 1832 συγχωνεύτηκαν σε μία με το όνομα «Ιεροσητείας». Πρώτος Επίσκοπος Ιεροσητείας μετά την τουρκική κατάληψη είναι ο Γεράσιμος Μαγγανάρης (1832-1841). Ονομαστός υπήρξε ο προκάτοχος του Αρτέμιος Παρδάλης (1811-1821), ο οποίος επέδειξε σημαντική εθνική δράση στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, και το 1845 εξελέγη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Πατριάρχης Αλεξανδρείας.

Σε όλα τα δύσκολα χρόνια και κυρίως την περίοδο της τουρκοκρατίας η Ιερά Μητρόπολη Ιεραπύτνης και Σητείας, όπως και γενικότερα η Εκκλησία της Κρήτης, κράτησαν ανόθευτη την Ορθόδοξη πίστη, διατήρησε αναλλοίωτη την ελληνοχριστιανική παράδοση και το πατριωτικό φρόνημα του ευσεβούς και φιλόθεου λαού μας.

Ονομαστοί και λόγιοι Ιεράρχες υπήρξαν ο Καλλίνικος (1841-1845), ο Ιλαρίων Κατσούλης (1846-1869), που οργάνωσε την εκπαίδευση ιδρύοντας εκπαιδετικό φροντιστήριο, ο Νεόφυτος (1869-1878), και οι Γρηγόριος Παπαδοπετράκης από τα Σφακιά (1880-1889) και ο Αμβρόσιος Σφακιανάκης (1890-1929) από το Ηράκλειο. Από το 1932 έως το 1936 με το νόμο 5621 οι Επισκοπές Ιεροσητείας και Πέτρας συγχωνεύτηκαν σε μια με τον τίτλο «Επισκοπή Νεαπόλεως» και με Επίσκοπο τον Πέτρας Διονύσιο Μαραγκουδάκη. Το 1936 καταργήθηκε ο νόμος 5621 και επανασυστάθηκε η Επισκοπή Ιεράς και Σητείας στην οποία εξελέγη Επίσκοπος ο Φιλόθεος Μαζοκοπάκης από την Κίσαμο (1936-1960).

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αργότερα δια της υπ' αριθμού 812 πράξεως του έτους 1962 προήγαγε την Επισκοπή Ιεροσητείας σε Μητρόπολη με τον τίτλο Ιεραπύτνης και Σητείας και πρώτο Μητροπολίτη τον αείμνηστο Φιλόθεο Βουζουνεράκη (1961-1993).

Το έτος 1993 η Αγία και Ιερά Σύνοδος ανύψωσε τις Μητροπόλεις της Εκκλησίας Κρήτης, και συνεπώς και την Μητρόπολη Ιεραπύτνης και Σητείας, εις εν ενεργεία Μητροπόλεις του Οικουμενικού Θρόνου. Η ανακήρυξη αναφέρει ότι: «η ρηθείσα τιμής ένεκεν Μητρόπολις Ιεραπύτνης και Σητείας, από του νυν και εφεξής υπάρχη και λέγηται και παρά πάντων γιγνώσκηται Ιερά Μητρόπολις Ιεραπύτνης και Σητείας, ο δε εν αυτή αρχιερατεύων τιτλοφορήται Ιερώτατος Μητροπολίτης Ιεραπύτνης και Σητείας, υπέρτιμος και έξαρχος Ανατολικής Κρήτης».

Τον Ιούνιο του 1994 η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας Κρήτης εξέλεξε σε κανονική διαδοχή και δια παμψηφίας τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ιεραπύτνης και Σητείας κ.κ. Ευγένιο (Πολίτη), υπέρτιμο και έξαρχο Ανατολικής Κρήτης.

Η Ιερά Μητρόπολη Ιεραπύτνης και Σητείας περιλαμβάνει 86 Ενοριακούς Ναούς, 210 Ενοριακά Παρεκκλήσια, 408 Εξωκκλήσια, 70 Ναούς Κοιμητηρίων, 11 Μοναστηριακούς Ναούς και περί τους 90 εγγάμους και αγάμους κληρικούς. Οι εν ενεργεία Μονές είναι οι εξής έξι: η Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας Ακρωτηριανής και Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Τοπλού Σητείας, η Ι. Μονή Παναγίας Φανερωμένης Ιεράπετρας, η Ι. Μονή Αγίου Ιωάννου Καψά Σητείας (Ανδρικά Μοναστήρια), η Ι. Μονή Παναγίας Εξακουστής Μαλλών Ιεράπετρας, το Ιερό Ησυχαστήριο «Άξιόν Εστι» Ιεράπετρας και το Ιερό Προσκύνημα Αγίων Πάντων Αγιασμένου Ιεράπετρας (Γυναικεία Μοναστήρια), ενώ υπάρχουν και αρκετές ιστορικές διαλελυμένες Μονές.