Ιερά Μονή Κυρίας Ακρωτηριανής και Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Τοπλού Σητείας
ΠΑΝΑΓΙΑ ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΝΗ ΤΟΠΛΟΥ ΣΗΤΕΙΑΣ

Ιερά Μονή Κυρίας Ακρωτηριανής και Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Τοπλού Σητείας

Α´ Σύντομο ιστορικό

Η Μονή Τοπλού, ή Ακρωτηριανή, όπως ονομάζεται λόγω της θέσης της στο ανατολικό άκρο της Κρήτης, αποτελεί μία από τις πλέον ονομαστές και σημαντικές μονές του νησιού. Η ανίδρυσή της ανάγεται πιθανόν στον ύστερο 14ο αι., εποχή κατά την οποία ανεγέρθηκε το αρχικό καθολικό, αφιερωμένο στο Γεννέσιο της Θεοτόκου. Το μοναστήρι απέκτησε την φρουριακή του μορφή μετά την συστηματική λεηλασία του από Τούρκους πειρατές που επέδραμαν στην ανατολική Κρήτη, στα τέλη του 15ου αι.. Η ανοικοδόμησή του συνδέεται από την παράδοση με τις βενετοκρητικές οικογένειες των Κορνάρων και των Μέτζων της Σητείας. Ο μεγάλος σεισμός του 1612 προκάλεσε σοβαρές ζημιές στο μοναστηριακό συγκρότημα το οποίο ανακαινίστηκε εκ νέου από τον λόγιο ηγούμενο Γαβριήλ Παντόγαλο με την συνδρομή και του ενετικού κράτους. Την περίοδο αυτή επεκτάθηκε και ο ναός της Παναγίας με την διεύρυνση του αρχικού κλίτους και την προσθήκη στα νότια του κλίτους του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες, ο 17ος αι. αποτέλεσε περίοδο ακμής για τη μονή η οποία κατείχε μεγάλη περιουσία, όχι μόνο στην ανατολική Κρήτη αλλά και στην πόλη του Χάνδακα. Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας η λειτουργία της συνεχίστηκε απρόσκοπτα παρά το γεγονός ότι υπέστη πολλές λεηλασίες και καταστροφές, εξαιτίας και της συμμετοχής των μοναχών στους απελευθερωτικούς αγώνες. Το κτηριακό συγκρότημά της, με έντονο τον φρουριακό του χαρακτήρα, αναπτύσσεται σε τρεις ορόφους γύρω από μία μικρή αυλή στην νότια πλευρά της οποίας βρίσκεται το καθολικό. Χαρακτηριστικά της περιόδου κατά την οποία η μονή προσέλαβε την οριστική της μορφή είναι το αναγεννησιακό, διώροφο κα­μπαναριό που υψώνεται στη στέγη της δυτικής πτέρυγας αλλά και η πρόσοψη του καθολικού στην οποία έχουν εντοιχιστεί αρχαίες αλλά και σύγχρονες με την ανέγερσή του επιγραφές, όπως αυτή του ηγουμένου Γαβριήλ Παντόγαλου σε ελεγειακά δίστιχα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το εσωτερικό του καθολικού του οποίου το αρχικό κτίσμα που σήμερα ενέχει θέση ιερού βήματος, φέρει τοιχογραφικό διάκοσμο του β΄ μισού του 14ου αι. με σκηνές από τον κύκλο του Χριστού και της Παναγίας. Στον ναό εκτίθενται ορισμένες εξαιρετικές εικόνες όπως ο Χριστός Παντοκράτορας, του β΄ μισού του 15ου αι., που συνδέεται με έναν από τους σημαντικότερους ζωγράφους της Κρητικής Σχολής, τον Ανδρέα Ρίτζο, αλλά και η εικόνα «Μέγας εἶ, Κύριε …», του 1770, του ζωγράφου Ιωάννη Κορνάρου, στην οποία εικονογραφείται το σύνολο σχεδόν των στίχων της ευχής του Μεγάλου Αγιασμού. Σημαντικές εικόνες, χειρόγραφα, παλαίτυπα βιβλία και χαρακτικά που καλύπτουν μία μακρά περίοδο, από τον 15ο έως και τον 19ο αι., εκτίθενται στους δύο παράπλευρα διαμορφωμένους ως μουσείο ισόγειους χώρους της μονής.

Πηγή: www.orthodoxcrete.com

 

Β´ Αναλυτική περιγραφή

Ίδρυση και θέση της Μονής
Η Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας Ακρωτηριανής και Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Τοπλού Σητείας, που βρίσκεται στο βορειοανατολικότερο άκρο της Κρήτης, αποτελεί μια από τις αρχαιότερες και ιστορικότερες Μονές της νήσου με πολυκύμαντη πορεία μέσα στο διάβα των αιώνων. Είναι κτισμένη σε ένα πλάτεμα, περίπου 18 χιλιόμετρα ανατολικά της Σητείας, στο δρόμο προς το φοινικόδασος του Βάϊ. Είναι το μεγαλύτερο και το πιο χαρακτηριστικό μοναστήρι οχυρωματικού τύπου στην Ανατολική Κρήτη, που η ίδρυσή του χρονολογείται τον 14ο αιώνα, σύμφωνα και με τη μαρτυρία των υπολειμμάτων του τοιχογραφικού διάκοσμου στο αρχικό καθολικό. Πάνω από τον συμπαγή όγκο του φρουρίου δεσπόζει το επιβλητικό καμπαναριό με διακόσμηση αναγεννησιακού τύπου, που υψώνεται στη δυτική πλευρά, πάνω από την κεντρική πύλη. Το φρουριακής μορφής Μοναστήρι προσέφερε τη δυνατότητα προστασίας και άμυνας σε δύσκολες εποχές, αφού από την εποχή του Μεσαίωνα είχε δεχτεί αλλεπάλληλες πειρατικές επιδρομές και λεηλασίες, που κορυφώθηκαν την εποχή της Τουρκοκρατίας. Υπήρξε μοναστικό κέντρο και πόλος έλξεως για πολλούς νέους μοναχούς, αλλά και για τούς μονάζοντες στα μικρά μοναστήρια της ευρύτερης περιοχής. 

Πολλοί ιστορικοί έχουν συσχετίσει την ίδρυση της Μονής με το Μοναστήρι του Αγίου Ισιδώρου, που βρίσκεται στην ανατολικότερη άκρη της Κρήτης, πάνω στο ακρωτήρι Κάβο Σιδερο, το «Σαμώνιον» ακρωτήριο που αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων (Πρ. 27,7). Όμως, πρόσφατη ανασκαφή αποκάλυψε τα υπολείμματα του παλιού ναού του Αγίου Ισιδώρου και οστά Μοναχών, γεγονός που αποδεικνύει ότι στην περιοχή αυτή λειτούργησε άλλη μικρή ανεξάρτητη Μονή.

Το Μοναστήρι του Τοπλού περιλαμβάνει όλους τους αναγκαίους λειτουργικούς χώρους της Μονής και αναπτύσσεται γύρω από την εσωτερική αυλή σε τρεις ορόφους με επάλξεις, καλύπτοντας έκταση 800 περίπου τετραγωνικών μέτρων. Η οικοδόμησή του έγινε στα τελευταία χρόνια της Ενετοκρατίας, όπου ήταν φανερή η επερχόμενη τουρκική απειλή. Επίσης, η δημιουργία φρουρίου στο Μοναστήρι σχετίζεται με τη θέση της στην έρημη και δύσβατη ανατολική πλευρά του νησιού. 

Ο παλαιός ναός, εκείνος που κατά την παράδοση αποτελούσε τον πρώτο χώρο λατρείας στην περιοχή, βρισκόταν εκτός του φρουριακού συγκροτήματος. Όπως δείχνουν τα ερείπια που σώζονται σήμερα, πρόκειται για μικρό τοιχογραφημένο μονόχωρο ναό που βρισκόταν ανατολικά της Μονής, πολύ κοντά στο εξωτερικό τείχος. Ο ναός που χρησιμοποιείται σήμερα ως καθολικό είναι δίκλιτος και βρίσκεται στη νοτιοανατολική γωνιά του εσωτερικού περιβόλου του κτηριακού συγκροτήματος, όπου είναι ενσωματωμένος. Το ένα κλίτος υπήρχε πολύ πριν από την οικοδόμηση του φρουρίου, όπως φαίνεται από τον τοιχογραφικό του διάκοσμο, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι στην ίδια θέση προϋπήρχε μικρός ναός αφιερωμένος στην Παναγία. Γύρω απ᾽αυτό το κλίτος άρχισε να οικοδομείται το συγκρότημα και η αύξηση των μοναστών επέβαλε την επέκταση του καθολικού. Έτσι οικοδομήθηκε το δεύτερο κλίτος το νότιο, που είναι αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο. Η πρόσοψη έχει μορφή αετωματική αναγεννησιακού τύπου, και φέρει εντοιχισμένη εγχάρακτη κτητορική επιγραφή του Ηγουμένου Γαβριήλ Παντόγαλου σε ελεγειακά δίστιχα. 

Το καθολικό της Μονής είναι κτισμένο στη θέση «Αγιόνερο». Σύμφωνα με την παράδοση, στη θέση του καθολικού προϋπήρχε ναός, τα ερείπια του οποίου διακρίνονται μπροστά από τη μικρή σπηλαιώδη κοιλότητα. Το σπήλαιο βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του ναού και σύμφωνα με την παράδοση ο ναός αυτός -κτίσμα ίσως του 10ου αι.- υπήρχε πριν την τοιχογράφηση του βόρειου κλίτους της Μονής (14ο αι.). 

Το καθολικό που τιμάται στο Γενέσιο της Θεοτόκου αρχικά ήταν μικρός καμαροσκεπής μονόχωρος ναός στον οποίο προστέθηκε δυτικά ένας δεύτερος ευμεγέθης καμαροσκεπής χώρος. Ο αρχικός ναΐσκος σήμερα επέχει θέση ιερού Βήματος, ενώ στην οξυκόρυφη καμάρα της προέκτασής του που διαιρείται από εγκάρσιο ενισχυτικό τόξο, σώζονται σε κακή κατάσταση τοιχογραφίες υψηλής ποιότητας που έχουν χρονολογηθεί στο δεύτερο μισό του 14ου αι. (Μπορμπουδάκης 2004). Όλες οι παραστάσεις που αναγνωρίζονται προέρχονται από έναν διευρυμένο χριστολογικό κύκλο τουλάχιστον δεκαέξι παραστάσεων. Σε τρίτη οικοδομική φάση διαμορφώθηκε σε επαφή με τη νότια πλευρά του καθολικού ο επίσης μονόχωρος καμαροσκεπής ναός του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.

Σημαντικό είναι επίσης και το τέμπλο του καθολικού, όπου υπάρχουν αξιόλογες βυζαντινές εικόνες. Τα κελλιά κτίστηκαν ενσωματωμένα στο φρούριο για να εξοικονομηθεί χώρος, με αποτέλεσμα πολλές φορές ο επισκέπτης να έχει την εντύπωση ότι το εξωτερικό τείχος έχει πλάτος πολλών μέτρων. Δηλαδή, τα κελλιά αποτελούσαν μέρος του φρουρίου και ήταν διατεταγμένα κατά μήκος του. 

Η Μονή είχε δύο επάλληλες εισόδους. Περνώντας δηλαδή τη μεγάλη εξωτερική πύλη βρισκόταν στην εξωτερική αυλή. Εκεί υπήρχαν οι χώροι για τις πιο οχυρές δραστηριότητες. Η εξωτερική πύλη ήταν στο βάθος μιας θολωτής στοάς. Εκεί κάθονταν οι επισκέπτες που έφταναν πριν από την ανατολή του ηλίου περιμένοντας να ανοίξει το μοναστήρι. Η δεύτερη πόρτα βρίσκεται στο κυρίως μοναστηριακό κτήριο και ονομάζεται «πόρτα του τροχού», που ήταν πολύ βαριά και δεν άνοιγε εύκολα. Πήρε την ονομασία της από ένα τροχό που διευκόλυνε τον καλόγηρο που ήταν επιφορτισμένος με το άνοιγμα η το κλείσιμό της. Πάνω ακριβώς από την πύλη υπάρχει η «καταχύτρα» η «τρύπα του φονιά», με την οποία έριχναν στούς πειρατές και τούς εισβολείς που προσπαθούσαν να σπάσουν την πόρτα καυτό λάδι η μολύβι.

Περίοδος ενετοκρατίας
Οι τουρκικές επιδρομές του 1471 και κυρίως του 1498 ήταν καταστρεπικές για τα ανατολικά παράλια της Κρήτης, αφού λεηλατήθηκαν οι οικισμοί και τα μονύδρια της περιοχής, και βέβαια η Μονή της Ακρωτηριανής που κατείχε την εξέχουσα θέση της μοναστικής κοινότητας. Η ανοικοδόμηση της νέας Μονής στη θέση της παλιάς είχε σχέση με την επισφαλή θέση της, γι’ αυτό και έλαβε την αναγκαία αμυντική-φρουριακή μορφή για την αντιμετώπιση του τουρκικού κινδύνου. Η ανοικοδόμηση της Μονής σε φρουριακή μορφή συνδέθηκε με τις βενετοκρητικές οικογένειες των Κορνάρων (Cornari) και των Μέτζων (Mezzi) της Σητείας, γι᾽αυτό ακόμα και σήμερα η νότια πτέρυγα φέρει το όνομα των Κορνάρων και η βόρεια των Μέτζων, ονομασίες που μαρτυρούν τούς χορηγούς και προστάτες της Μονής.

Η Μονή βρισκόταν σε ακμή τον 14ο και 15ο αιώνα, αν κρίνει κανείς από τον μεγάλο αριθμό σημαντικών βυζαντινών εικόνων εκείνης της περιόδου. Οι εικόνες απηχούν πιστά την εξέλιξη της κωνσταντινουπολίτικης ζωγραφικής που σταδιακά εισέδυσε στην Κρήτη από την πτώση της Πόλης και μετά. Η υψηλή εικαστική αξία των εικόνων είναι επίσης ενδεικτική του υψηλού επιπέδου της παιδείας της μοναχικής κοινότητας της Μονής, που διεδραμάτησε σημαντικό ρόλο στην άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου της αναγεννησιακής Κρήτης. Αυτή η περίοδος ακμής της Μονής και γενικότερα του αναγεννησιακού κρητικού πολιτισμού συνεχίστηκε αδιατάραχτα καθ᾽ όλο τον 16ο αιώνα, μέχρι και το 1612, οπότε η ομαλή πορεία της ανακόπηκε από τον καταστρεπτικό σεισμό που έπληξε την Ανατολική Κρήτη.

Η Ενετική Σύγκλητος θεωρώντας τη Μονή προπύργιο για την άμυνα της Ανατολικής Κρήτης, ενίσχυσε σημαντικά την αποκατάσταση των ζημιών του σεισμού. Το έργο ανέλαβε ο λόγιος και δραστήριος Ηγούμενος Γαβριήλ Παντόγαλος, που ήταν γόνος αστικής οικογένειας της Σητείας.  Ο Γαβριήλ επέλεξε τον αρχιτεκτονικό τύπο της Μονής και τον υλοποίησε, δίνοντας τη σημερινή εντυπωσιακή μορφή του φρουριακού συγκροτήματος, ενισχυόμενος από τον Βενετοκρητικό ευγενή Ανδρέα Κορνάρο. Η αποκατάσταση των φθορών του κτηριακού συγκροτήματος έγινε με οικονομικούς πόρους της Μονής, συνδρομές των πιστών και με τη βοήθεια των 200 δουκάτων της Ενετικής Συγκλήτου. Αυτή η ανακαίνιση σηματοδότησε την απαρχή μιας νέας περιόδου στην ιστορία της Μονής. Οι ιστορικές μαρτυρίες επιβεβαιώνουν τη μεγάλη ακμή του Μοναστηριού με αύξηση των μοναχών και του υπηρετικού προσωπικού, επιφορτισμένου με την καλλιέργεια των πλουσίων γαιών με τις οποίες προικοδοτήθηκε η Μονή για την εκπλήρωση της στρατιωτικής-αμυντικής αποστολής της στην περιοχή. Τον πλούτο αυτό διατήρησε και αύξησε με την επιδέξια διαχείρισή του ο Γαβριήλ Παντόγαλος, που παρέμεινε Ηγούμενος μέχρι το 1641, όταν μετακλήθηκε ως Ηγούμενος στη Μονή Αγκαράθου του Ηρακλείου. Το όνομα του είναι σκαλισμένο σε επιγραφή που είναι εντοιχισμένη στην εξωτερική δυτική πλευρά του ναού.

Περίδος τουρκοκρατίας, οι αγώνες για την ελευθερία και ο ρόλος της Μονής
Το 1646 οι Τούρκοι κατέκτησαν την Σητεία και έληξε η περίοδος της μεγάλης ακμής του Μοναστηριού, αφού ξεκίνησε η διαρκής λεηλασία του από τούς γεννίτσαρους, λόγω της φήμης αμύθητων θησαυρών που υποτίθεται ότι η Μονή είχε στην κατοχή της. Την περίοδο αυτή η Μονή που ήταν γνωστή με το όνομα «Ακρωτηριανή», μετονομάστηκε σε Τοπλού και αναφέρθηκε για πρώτη φορά σε τουρκικό έγγραφο του 1673. Η ονομασία Τοπλού προέρχεται πιθανότατα απο την τουρκική λέξη «τοπ» που σημαίνει μπάλα ή βόλι κανονιού. Για να αποκρούουν οι μοναχοί τις εχθρικές επιθέσεις οι βενετσιάνοι είχαν εξοπλίσει το Μοναστήρι με μικρό τηλεβόλο που εντόπισαν οι Τούρκοι. 

Με την ανάδειξη του Μοναχού Παρθένιου Καφούρου ως Ηγουμένου εγκαινιάζεται μια νέα περίοδος στην ιστορία της Μονής. Η ηγουμενία του μαρτυρείται για πρώτη φορά το 1765 στην κτητορική επιγραφή της εικόνας της Αγίας Αναστασίας, που φιλοτέχνησε ο Ιωάννης Κορνάρος και που στη βάση της απεικονίζεται η Μονή. Τα χρόνια της ηγουμενίας του Παρθένιου Καφούρου, θεωρούνται περίοδος ανασυγκρότησης της Μονής, η οποία, φαίνεται ότι είχε αρχίσει να ξεπερνά τα οικονομικά προβλήματά της. Ο Παρθένιος ανακαίνισε τμήματά της και κάλεσε στη Μονή κορυφαίους Κρήτες εκκλησιαστικούς ζωγράφους όπως τον  Ιωάννη Κορνάρο και τον Σταμάτιο, που φιλοτέχνησαν πλήθος εικόνων. Με πρωτοβουλία του Παρθενίου πραγματοποιήθηκε και η επιζωγράφιση των παλιών εικόνων για την προσαρμογή τους στις καλαίσθητες αντιλήψεις της τότε περιόδου παρακμής της κρητικής ζωγραφικής.

Η Μονή ανέπτυξε σπουδαίο εθνικό και κοινωνικό έργο στα δύσκολα χρόνια της τουρκοκρατίας ενώ καθοριστική ήταν η συμβολή της στην επανάσταση του 1821 για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού. Η Μονή της Παναγίας Ακρωτηριανής ανακηρύχθηκε ως Σταυροπηγιακή το 1704 με Σιγίλλιο του Οικουμενικού Πατριάρχου Γαβριήλ, προκειμένου να διασωθεί από τα τεράστια χρέη που δημιουργήθηκαν από τις βαρύτατες φορολογίες, τις συνεχείς αφαιμάξεις των αγάδων και τις διαρπαγές των γεννιτσάρων. Το 1798 ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ο Ε΄ εκδίδει νέο Σιγίλλιο, με το οποίο ανανεώνεται η Σταυροπηγιακή αξία της Μονής, κηρύσσεται η περιουσία της αδούλωτη και ανενόχλητη, καταχωρείται στον Κώδικα της Μεγάλης  Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και απαγορεύεται στο εξής η εκποίησή της χωρίς την άδεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Χαρακτηριστικό, όμως, των συνθηκών της τότε εποχής είναι το γεγονός ότι παρά την πατριαρχική προστασία, οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να παρενοχλούν τη Μονή. Έτσι με τη συνεργασία Μοναχών της Μονής δολοφονήθηκε από άλλο Τούρκο ο Αγάς Κασάπης, μετά την επίσκεψή του στη Μονή το 1811 με σκοπό τη διαρπαγή αγαθών, όπως έκανε συστηματικά. Όταν ανακαλύφθηκε η ευθύνη της Μονής, ακολούθησαν αντίποινα, οι Μοναχοί φυλακίστηκαν και κακοποιήθηκαν, και οι τουρκικές αρχές επέβαλαν τεράστιο πρόστιμο, το οποίο για να εξευρεθεί, αναγκάστηκε η Μονή να πουλήσει τα κτήματα της στη πεδιάδα της Σητείας και να παραχωρήσει στην οικογένειά του μέρος της περιουσίας της που βρισκόταν κοντά στην πόλη, στη σημερινή θέση του ναού του Αγίου Κωνσταντίνου στη Σητεία. 

Μερικά χρόνια αργότερα η Μονή πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος με την σφαγή στην πόρτα της (Loggia), στην εξωτερική είσοδό της, 12 Μοναχών της και άλλων τόσων περίπου λαϊκών, οι οποίοι σφαγιάσθηκαν τη νύχτα της 26ης προς την 27η Ιουνίου του 1821. Οι αποθήκες λεηλατήθηκαν και οι υπόλοιποι Μοναχοί κατόρθωσαν να διαφύγουν τη σύλληψη και την σφαγή από τα παράθυρα, όπως αναφέρει σημείωση σε Μηναίο του Ιουνίου εκείνης της περιόδου. Αποτέλεσμα ήταν η ερήμωση και παραλίγο η διάλυση της Μονής. Οι εγκαταστάσεις της χρησιμοποιήθηκαν ως προσωρινό καταφύγιο των Τούρκων, όταν οι Κρήτες επαναστάτες εισέβαλαν στη Σητεία, ενώ κατά την αποχώρησή τους πήραν μαζί τους σχεδόν όλους τούς κινητούς θησαυρούς. 

Μετά την καταστολή της Ελληνικής Επανάστασης στην Κρήτη και την περίοδο της αιγυπτιακής κατοχής που επακολούθησε (1830-1840) άρχισε η ανασύνταξη της ερειπωμένης πια Μονής από τον Ηγούμενο Κύριλλο Σμυρίλιο. Από το 1866 η Μονή συμμετείχε στη νέα μεγάλη Κρητική επανάσταση (1866-1869). Ο Ηγούμενος Μελέτιος Μιχελιδάκης, που σημειωτέον όχι μόνο διατήρησε, αλλά αύξησε την περιουσία της Μονής, εξελέγη μέλος της Επαναστατικής Επιτροπής και αναγκάστηκε μαζί με πολλούς μοναχούς να διαφύγουν στα κοντινά νησιά Κάσο και Σύμη, επειδή έγινε κατάδοση στη τουρκική διοίκηση από ντόπιους μουσουλμάνους, ότι στη Μονή φυλάσσονταν πολεμοφόδια. Αρκετοί μοναχοί, ανάμεσά τους ο Ιερομόναχος Νεόφυτος, ο μοναχός Παρθένιος και ο Ιεροδιάκονος Άνθιμος, οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι στα Χανιά, όπου υπέστησαν φοβερά βασανιστήρια, προκειμένου να μαρτυρήσουν, σε ποιο μέρος της Μονής είχαν κρύψει τα πολεμοφόδια. 

Κατά τον 18ο και 19ο αι. η Μονή ήταν ένα από τα πιο σημαντικά εκκλησιαστικά-πνευματικά κέντρα της Κρήτης. Μάλιστα, από το 1856 λειτούργησε στούς χώρους της οργανωμένο Σχολείο, που δίδασκε τα εκκλησιαστικά γράμματα με την ευθύνη της Δημογεροντίας. Εκεί φοιτούσαν τα καλογεροπαίδια αλλά και τα παιδιά των λαϊκών της περιοχής. Από αυτό το Σχολείο αποφοιτούσαν οι Ιερείς και οι αναγνώστες που εξυπηρετούσαν τις λειτουργικές ανάγκες των ναών της επαρχίας και ξεχώρισαν στην τοπική κοινωνία. Επίσης από το 1870 συνεστάθη Αλληλοδιδακτικό Σχολείο υπό τη διεύθυνση του Ανδρέα Αντύπα. 

Τα οικονομικά προβλήματα, όμως, συνεχίσθηκαν για πολλά χρόνια. Οι αχανείς και άνυδρες εκτάσεις της Μονής που κατελάμβαναν εξ ολοκλήρου το ανατολικότερο μέρος της Κρήτης προσφέρονταν για τη βοσκή αιγοπροβάτων. Σε μια σωζόμενη καταγραφή, το 1874 η Μονή είχε 1142 αιγοπρόβατα, το 1881 το Μοναστήρι αριθμούσε 82 κατοίκους (26 Μοναχοί και 56 Λαϊκοί υπηρέτες και καλλιεργητές των κτημάτων της Μονής) και ήταν σε πληθυσμό το μεγαλύτερο μοναστήρι της Κρήτης και το δεύτερο μετά το Αρκάδι σε αριθμό Μοναχών.

Περίοδος ελευθερίας
Μετά την έκδοση του Ν. 276/1900 περί Καταστατικού Νόμου της Ορθοδόξου Εκκλησίας επί Κρητικής Πολιτείας, η Σταυροπηγιακή Μονή της Κυρίας Ακρωτηριανής Τοπλού κρίθηκε διατηρητέα και συγκεντρώθηκαν σ᾽ αυτήν Μοναχοί από τα λοιπά Μοναστήρια της Επαρχίας Σητείας, που κρίθηκαν διαλυτέα, την Μονή Καψά, Παναγίας Φανερωμένης Τράχηλα στη Σκοπή, Αγίας Σοφίας Αρμένων, Παναγίας Καλογέρων Λάστρου. Τα μονύδριο και μετόχι της Μονής Παναγίας Παπλινού στη Βαϊνιά παρέμεινε στη Μονή, ενώ το μονύδριο του Αγίου Θεολόγου στην Κριτσά περιήλθε στην όμορη Μονή Φανερωμένης Ιεράπετρας. Η περιουσία των παραπάνω Μονών περιήλθε στη Μονή Τοπλού και η διαχείρισή της γινόταν, όπως και των υπολοίπων Μονών, υπό την επίβλεψη της τότε Μοναστηριακής Επιτροπείας Λασιθίου. Η Μονή Τοπλού διέθετε Ιερομονάχους- επιστάτες στις παραπάνω διαλυμένες Μονές, που φρόντιζαν για τη λειτουργία των ναών, αλλά κυρίως για την καλλιέργεια της περιουσίας.

Στις αρχές του 20ού αι. η δύναμη της Μονής ανερχόταν σε 33 μοναχούς από τους οποίους οι 28 διέμεναν μόνιμα στο Μοναστήρι. Το 1907 αριθμούσε 26 μοναχούς, ενώ ο αριθμός τους συνεχώς μειωνόταν με γρήγορο ρυθμό. Παρά ταύτα, η Μονή συνέχιζε να επιτελεί σπουδαίο κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο σ᾽ ολόκληρη την περιοχή. 

Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, η Μονή ακολουθώντας τη μακραίωνη παράδοση της στούς αγώνες της ελευθερίας, υπήρξε καταφύγιο των αγωνιστών της εθνικής αντίστασης. Ο Ηγούμενος και οι Πατέρες φιλοξενούσαν συμμαχικό ασύρματο, που επικοινωνούσε με το συμμαχικό στρατηγείο του Καΐρου. Ο ασύρματος κρυβόταν για ευνόητους λόγους αλληλοδιαδόχως εντός της εσοχής δύο σπηλαίων, τα οποία καλύπτονταν από πυκνή βλάστηση χαρουπιών και σχίνων και βρίσκονταν εντός των κτημάτων της Μονής, σε απόσταση 1500-2000 μ. απ᾽ αυτήν ακολουθώντας το ρυάκι «κουκουρίδι» προς τη βόρεια θάλασσα στην περιοχή «πετροκόλυμποι».  

Ο φόρος, όμως αίματος ήταν βαρύς. Ο  Ηγούμενος Γεννάδιος Συλλιγνάκης και οι μοναχοί Καλλίνικος Παπαθανασάκης και Ευμένιος Σταματάκης μαζί με αρκετούς λαϊκούς αγωνιστές, άνδρες και γυναίκες, συνελήφθησαν από τούς Γερμανούς μετά από προδοσία και οδηγήθηκαν στις φυλακές της Αγιάς Χανίων. Ο Γεννάδιος και ο Καλλίνικος μαζί με τους Τερψιχόρη Βλάχου, Ελένη Μαρκετάκη, Ιωσήφ Σακκαδάκη και Ιωάννη Ιερεμία από τη Σητεία εκτελέσθηκαν, ενώ ο Ευμένιος πέθανε στη φυλακή από τις κακουχίες. 

Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί πως η Μονή διακόνησε του λεπρούς στο νησί Σπιναλόγκα, διαθέτοντας έναν άξιο αδελφό της με οσιακή βιοτή, τον Ιερομ. Χρύσανθο Κατσουλογιαννάκη, ο οποίος αφιέρωσε τη ζωή του για πολλές δεκαετίες κοντά στούς εξόριστους και απομονωμένους αρρώστους. Δεν φοβήθηκε ποτέ μήπως προσβληθεί από την επάρατη τότε νόσο. Μετέδιδε τα Αχραντα Μυστήρια στούς λεπρούς και κατέλυε, ως πιστός λευίτης και οικονόμος της Θείας Χαριτος, ό, τι απέμενε στο Άγιο Ποτήριο, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι τα «Άγια δεν μολύνονται». Στάθηκε κοντά στο πλευρό των λεπρών πραγματικός συμπαραστάτης και αρωγός.  Αγαπούσε το ποίμνιο του και δεν ήθελε να το εγκαταλείψει ποτέ. Επέστρεψε στη Μονή της μετανοίας του και κοιμήθηκε το 1972.

Η Ιερά Μονή σήμερα
Κατά τα χρόνια της μακράς και επιτυχούς ηγουμενίας του Προηγουμένου Αρχιμ. Φιλοθέου Σπανουδάκη σε συνεργασία με την 13η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Κρήτης, έγιναν οι εργασίες αναστήλωσης των εγκαταστάσεων της Μονής και των Μετοχίων της.  Επίσης έγινε και η συντήρηση των τεράστιας μνημειακής αξίας θησαυρών της, που φυλάσσονται και εκτίθενται σε ειδικά διαμορφωμένο επισκέψιμο χώρο, που επικοινωνεί με το Καθολικό.

Στην είσοδο του Καθολικού βρίσκονται εντοιχισμένες τρεις πλάκες. Η μία, με ανάγλυφη τη μορφή της Υπεραγίας Θεοτόκου σε μάρμαρο, είναι κτιτορική, του μεγάλου Ηγουμένου και δευτέρου Κτίτορος της Μονής, Γαβριήλ Παντόγαλου. Η δεύτερη, μικρή, προέρχεται από το Ναό του  Αγίου Κωνσταντίνου Σητείας. Η τρίτη, η μεγάλη και φαιά, ανακαλύφθηκε στη Μονή στις αρχές του αιώνος μας και είναι του 112-111 π.Χ. Χρησιμοποιήθηκε ως πλάκα Αγίας Τράπεζας. Διαλαμβάνει την απόφαση της Γερουσίας της Μαγνησίας της Μ. Ασίας, η οποία είχε αναλάβει διαιτητικό ρόλο στη διαμάχη Ιτανίων και Ιεραπυτνύων για ένα ιερό του Διός και για το νησί Λεύκη (σημερινό Κουφονήσι). Η απόφαση δικαίωνε τούς Ιτανίους. Λείπουν οι πρώτες και οι τελευταίες σειρές της αποφάσεως.

Ο προσκυνητής, εκτός από τις σωζόμενες τοιχογραφίες του αριστερού κλίτους κατά την είσοδό του στο Ναό, μπορεί να προσκυνήσει και να θαυμάσει την πολυπρόσωπη και μοναδική εικόνα του σητειακού αγιογράφου  Ιωάννου Κορνάρου «Μέγας ει Κύριε» (1770) με εξήντα μία παραστάσεις, εμπνευσμένες από την ευχή του Μεγάλου Αγιασμού των Θεοφανείων, που αρχίζει με τα λόγια «Μέγας ει Κύριε...», ποίημα του αγίου Σωφρονίου, Πατριάρχου Ιεροσολύμων. Η εικόνα είναι μία κατά λέξη ζωγραφική απόδοση της ευχής. Άλλες εικόνες σεβάσμιες και αξιόλογες από ιστορικής και καλλιτεχνικής πλευράς, που βρίσκονται στο Ναό και το μουσείο είναι·η εφέστιος εικόνα Παναγία η Αμίαντος (15ος αι) στο τέμπλο, η Παναγία η Αμόλυντος (15ος αι), η Κοίμησις της Θεοτόκου (15ος αι.), Χριστός Παντοκράτωρ (15ος αι.), έργο του  Α. Ρίτζου στο τέμπλο, η εις Άδου κάθοδος (17ος αι), ο Τίμιος Πρόδρόμος με σκηνές του βίου του έργο του Φ. Καβερτζά (17ος αιώνας), το Ρόδον το  Αμάραντον, η Κυρία Ακρωτηριανή, η Αγία Αναστασία, ο Άγιος Χαραλάμπης, η Παναγία του πάθους και ο Άγιος Νικόλαος (1642), οι Αγ. Θεόδωροι (1723), οι Τρεις Ιεράρχες (1769),  κ.α.

Εκτός από τη συλλογή των εικόνων και των κειμηλίων (ιερά σκεύη, άμφια, σταυροί ευλογίας, θυμιατά κ.α.), υπάρχουν πολλά χειρόγραφα, παλαίτυπα λειτουργικά βιβλία, παλαιές σπάνιες εκδόσεις (λεξικό Σουΐδα 1499, κ.α), Πατριαρχικά Συγίλλια, Σουλτανικά Φιρμάνια, σφραγίδες, μοναδική συλλογή χαρακτικών και χαλκογραφιών, επαναστατικά λάβαρα και πολλά άλλα είδη μουσειακής και ιστορικής αξίας, εκτεθειμένα κατάλληλα σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους, ενώ ετοιμάζεται μουσείο λαϊκής και παραδοσιακής τέχνης.

Σπουδαία είναι επίσης η πλούσια Βιβλιοθήκη της Μονής, η οποία περιλαμβάνει σπάνια βιβλία, ενώ η ανακαινισμένη Τράπεζα κοσμείται από υψηλής τέχνης τοιχογραφίες-νωπογραφίες (φρέσκο), που φιλοτέχνησε ο μακαριστός αγιογράφος Εμμανουήλ Μπετεινάκης.

Πνευματικός πλούτος και θησαυρός της Μονής είναι τα ιερά λείψανα αγίων, τα οποία φυλάσσονται στο σκευοφυλάκιο. Ανάμεσα τους είναι το χέρι της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας, τμήματα αγίων λειψάνων του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Χαραλάμπους, του Αγίου  Αποστόλου Ιακώβου του Αδελφοθέου, του Αγίου πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου, του Αγίου Αβερκίου και άλλων  Αγίων.

Αδελφός της Μονής υπήρξε και ο Όσιος Ιωσήφ ο Ηγιασμένος, ο επιλεγόμενος Σαμάκος (1440-1511) από το παρακείμενο χωριό Αζωκέραμος, ο οποίος μόνασε στο Μονύδριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, Μετόχι της Μονής στον κόλπο του Δερματά του βενετοκρατούμενου Χάνδακα. Το λείψανο του Αγίου Ιωσήφ σώζεται ακέραιο, όπως των Αγίων Σπυρίδωνος, Γερασίμου, Διονυσίου κ.λ.π., διαφυλάσσεται δε στον Ιερό Ναό του Παντοκράτορος του χωριού Γαΐτάνι της Ζακύνθου, όπου μεταφέρθηκε για λόγους ασφαλείας το 1669, που η Κρήτη καταλήφθηκε από τούς Τούρκους.  Η μνήμη του εορτάζεται στις 22 Ιανουαρίου.

Η Μονή στην μακραίωνη ιστορία της είχε αποκτήσει πολλά κτήματα και μετόχια. Εκτός από το Μετόχι της Μονής της Αγίας Τριάδος στο  Ηράκλειο (κόλπος του Δερματά) που είχε αποκτήσει από τα χρόνια της ενετοκρατίας και τα κτήματα στη Μικρά Ασία που αποκτήθηκαν επί ηγουμενίας Γρηγορίου το 1745, η Μονή διατηρούσε μεγάλα μετόχια με ελαιώνες και άλλες εκτάσεις σε διάφορα σημεία του Ν. Λασιθίου· στον Αγιο Ιωάννη το Θεολόγο στην Κριτσά Μεραμβέλλου, στην Παναγία Παπλινού Ιεράπετρας, στον Αφέντη Χριστό στα Μουλιανά, στην Παναγία Φανερωμένη στον Τράχηλα, στην Παναγία Καλογέρων στη Λάστρου κ.α.  Η περιουσία της άρχιζε από την Αγία Τριάδα στον Ανάλουκα, εκτεινόταν μέχρι την παραλία του Παλαικάστρου και κάλυπτε όλο το ακρωτήρι Κάβο Σίδηρο, συνολικής εκτάσεως 60.000 στρεμμάτων περίπου. Το 1925 το Ταμείο Εφέδρων Πολεμιστών Κρήτης, βάσει του Ν. 3345/22.11.1925, έλαβε τα 3/5 της περιουσίας της Μονής για την αποκατάσταση των εφέδρων πολεμιστών της Μικρασιατικής Καταστροφής, ενώ αργότερα ο Ο.Δ.Μ.Π.Ν. Λασιθίου εκποίησε αρκετά κτήματα, τα οποία αγόρασε εκ νέου η Μονή.

Το 1992 η Μονή παραχώρησε έκταση 26.000 στρεμμάτων στο νεοσυσταθέν Κοινωφελές Εκκλησιαστικό Ιδρυμα της Ιερά Μητροπόλεως  Ιεραπύτνης και Σητείας «Παναγία η Ακρωτηριανή» με σκοπό την αξιοποίηση και την τουριστική ανάπτυξη της περιουσίας του Ιδρύματος, καθώς και την συνολική ανάπτυξη και ωφέλεια όλης της επαρχίας Σητείας.

Μετά από μαραθώνιες δικαστικές διαμάχες μεταξύ της Μονής και του Ελληνικού Δημοσίου για την ιδιοκτησία της περιουσίας, η Ελληνική Δικαιοσύνη με απόφαση του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου απεφάνθη οριστικά στις 16.11.98 ότι ολόκληρη η έκταση ανήκει αμετάκλητα στην κυριότητα της Μονής.

Με πρωτοβουλία του Προηγουμένου Αρχιμ. Φιλοθέου Σπανουδάκη η Μονή έχει καταστεί ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα βιολογικής καλλιέργειας του αμπελιού και της ελιάς. Τα εξαιρετικής ποιότητας βιολογικά προϊόντα, λάδι, κρασί, τσικουδιά, γνωστά στην παγκόσμια αγορά για την υψηλή ποιότητά τους, παράγονται και συσκευάζονται στις σύγχρονες επισκέψιμες εγκαταστάσεις οινοποιείου, αποστακτηρίου. ελαιοτριβείου και τυπυποιήσεως ελαιολάδου, όπου ο επισκέπτης μπορεί να δοκιμάσει και να γευθεί.

Η Μονή συνεχίζει και σήμερα, υπό την ηγουμενία και επιστασία του νέου και φερέλπιδος Ηγουμένου Αμβροσίου Σκαρβέλη να αποτελεί ένα σπουδαίο μοναστικό κέντρο στην ανατολική Κρήτη, που λόγω της υψίστης ιστορικής αξίας της προσελκύει εκατοντάδες επισκέπτες και προσκυνητές. Στο Μοναχολόγιο είναι εγγεγραμμένοι 5 Μοναχοί, ενώ Αδελφοί της Μονής είναι οι Σεβ. Μητροπολίτες Ιεραπύτνης και Σητείας κ. Κύριλλος και Προικοννήσου κ. Ιωσήφ.

Η κύρια πανήγυρη της Μονής έχει καθιερωθεί από αιώνων να τελείται κατά την εορτή του αγίου ενδόξου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου στις 26 Σεπτεμβρίου. 

Μετά την αγιοκατάταξη από την Αγία και Ιερά Συνοδο του Πανσέπτου Οικομενικού μας Πατριαρχείου στις τάξεις των Νεομαρτύρων των σφαγιασθέντων από τούς Τούρκους στο Ηράκλειο και σ᾽ όλην την Κρήτη κατά το 1821 Επισκόπων και των συν αυτοίς κληρικών, μοναχών και λαϊκών, καθιερώθηκε να εορτάζεται κατ᾽ έτος στη Μονή Τοπλού στις 26 Ιουνίου, ημέρα σφαγής των Πατέρων της Μονής, η μνήμη του Αγίου νεομάρτυρος Ζαχαρίου Επισκόπου Σητείας και των συν αυτώ νεομαρτύρων.