Τά Χριστούγεννα τῆς Μαρίνας. Τοῦ Δημήτρη Μαυρόπουλου

Τά Χριστούγεννα τῆς Μαρίνας. Τοῦ Δημήτρη Μαυρόπουλου
Ημερομηνία δημοσίευσης 31.12.2020

Μόλις γύρισε ἀπὸ τὴν ἐκκλησιά, παραμονὴ τῆς γιορτῆς, ὅπου ἄκουσε τὶς Ὧρες καὶ τὴ θεία Λειτουργία. Αὐτὴ ἡ ποίηση τὴν συνέπαιρνε ἀπὸ τὰ ἐφηβικά της χρόνια, τότε ποὺ ἄρχισε νὰ κατανοεῖ τὴ γλώσσα. Ἦταν καλὴ στὰ Ἀρχαῖα, καὶ ἡ ἀγάπη της γι᾽ αὐτὰ καθόρισε τὸ μέλλον της. Στὴν ἀρχὴ ἦταν οἱ λέξεις, οἱ στίχοι, οἱ εἰκόνες. Μεγαλώνοντας εἰσχωροῦσε καὶ στὸ περιεχόμενο τῶν ὕμνων, μάθαινε τὰ σπουδαῖα.

Ἡ μικρασιάτισσα γιαγιὰ τῆς εἶχε μάθει τὸ δρόμο γιὰ τὴν ἐκκλησιά, τῆς εἶχε μάθει καὶ νὰ προσεύχεται. Ὅμως, ἡ προσευχὴ τῆς γιαγιᾶς, τὸ καταλάβαινε ὅσο μεγάλωνε, ἦταν μιὰ παρέλαση ὀνομάτων Ἁγίων, ἀμέτρητων ὀνομάτων. Δὲν ἤξερε; Δὲν θυμόταν; Μιὰ φορὰ ποὺ τὴν ρώτησε, τῆς εἶπε ὅτι ἔτσι εἶχε συμβουλέψει ὁ καλόγερος ὅσους δὲν ἤξεραν γράμματα.

— Ἐσὺ νὰ μάθεις γράμματα, νὰ μοῦ λὲς κι ἐμένα, νὰ μοῦ διαβάζεις ἀπ᾽ τὴ Σύνοψη.

Ἀργότερα κατάλαβε ὅτι «ὁ καλόγερος» παρέπεμπε σὲ διαφορετικὰ πρόσωπα. Ἱερομόναχοι ποὺ κατέβαιναν στὰ χωριά, Μεγάλη Σαρακοστή, ἢ Σαρακοστὴ τοῦ Δεκαπενταύγουστου, ἢ τῶν Χριστουγέννων, νὰ ξομολογήσουν καὶ νὰ καθοδηγήσουν. Ἔρχονταν ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῶν Εἰσοδίων τοῦ Μυρτώου ὄρους, τὴν Παναγιὰ τὴ Μυρσινιά. Μᾶλλον ἀπ᾽ αὐτοὺς τοὺς καλόγερους εἶχε μάθει νὰ ψυθιρίζει ὅλη μέρα καὶ τὴν προσευχὴ τῆς καρδιᾶς, στὴν ἡσυχία ἢ στὴν ἐργασία, στὸ κέντημα, στὸ μαγείρεμα, στὴ λάτρα τοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ μέρα, στὴν ἐκκλησιά, μόλις κοινώνησαν, πρῶτα αὐτὴ καὶ μετὰ ἡ γιαγιά, εἶδε τὸ πρόσωπό της νὰ ὀμορφαίνει, νὰ φωτίζεται.

— Γιαγιά, τί ἔπαθες; Τὸ πρόσωπό σου λάμπει…
— Σςςς, μὴν λὲς τέτοια λόγια, δὲν κάνει, εἶναι ἁμαρτία. Αὐτὰ τὰ πράγματα δὲν λέγονται, τὰ κρατᾶμε μυστικὰ στὴν ψυχή μας.

Κράτησε αὐτὴ τὴν ὀμορφιὰ στὴ μνήμη της. Δὲν τὸ ξαναεῖπε.

Γυρνώντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησιὰ πέρασε πρῶτα ἀπ᾽ τὴν ἀγορά, νὰ κάνει τὰ τελευταῖα ψώνια. Αὔριο θὰ ἔρχονταν τὰ δυὸ παιδιά της καὶ τὰ τρία ἐγγόνια της. Μὲ τὸν ἄντρα της, τὸν γαμπρό της καὶ τὴ νύφη της, ἐννέα ἄτομα. Σήμερα εἶχε νὰ τελειώσει τὰ μαγειρέματα καὶ τὸν στολισμὸ τῆς σάλας, ποὺ τὴν εἶχαν καὶ γιὰ τραπεζαρία. Χθὲς εἶχε τελειώσει μὲ ἄλλου εἴδους μαγειρέματα στὸ σχολεῖο. Εἶχε ὀργανώσει τὴ χριστουγεννιάτικη γιορτή, νά ᾽ναι ξεχωριστή, νὰ μάθουν τὰ παιδιὰ τί καὶ γιατί γιορτάζουμε.

Τὴ δουλειὰ στὸ σχολεῖο τὴν λογάριαζε σπουδαία, τῆς ἄρεσε, τὴν ἀγαποῦσε, δὲν τὴν κούραζε. Τῆς ἔδιναν, τὶς περισσότερες φορές, μιὰ πρώτη τάξη γυμνασίου, καὶ ζοῦσε μαζί τους τὴ σχολικὴ ζωὴ γιὰ τρία χρόνια, καμιὰ φορὰ καὶ στὶς τάξεις τοῦ λυκείου. Τὰ τελευταῖα χρόνια ἀπέφευγε νὰ συνεχίσει στὴ δεύτερη καὶ τρίτη λυκείου, μιὰ ποὺ ἐκεῖ ἡ διδασκαλία ἦταν ἀνάγκη νὰ προσαρμοστεῖ σὲ ἄλλες σκοπιμότητες, χρηστικές, νὰ προετοιμαστοῦν τὰ παιδιὰ γιὰ τὶς πανελλήνιες, ὅπου ἡ κρίση ὑποχωροῦσε στὴν ἀπομνημόνευση. Πῶς νὰ προσαρμοστεῖ σὲ τέτοιες συνήθειες, αὐτὴ ποὺ ἀπὸ τὰ ἐφηβικά της χρόνια λογάριαζε γιὰ δῶρο Θεοῦ νὰ μπορεῖ νὰ χαίρεται τὴν ποίηση, εἴτε αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε τοῦ Σολωμοῦ, εἴτε τοῦ Καβάφη, εἴτε τοῦ Παπαδιαμάντη, ἰδίως τοῦ τελευταίου ποὺ κατάργησε τὴ διάκριση πεζοῦ καὶ ποιητικοῦ λόγου καὶ ἔγραψε σχεδὸν μόνον ποίηση.

Συχνὰ τῆς περνοῦσε τὸ ἐρώτημα ἂν ἔνιωθε τοὺς μαθητές της παιδιά της. Ἤξερε ὅτι αὔριο, στὸ τραπέζι, θὰ τὸ ἔνιωθε πάλι αὐτὸ τὸ ἐρώτημα νὰ τὴν τριβελίζει. Θυμήθηκε τὸν θεολόγο τοῦ σχολείου, τὸν κύριο Λευτέρη, ἕναν πράο καὶ εὐαίσθητο ἄνθρωπο, ποὺ μιὰ μέρα τῆς εἶπε ὅτι ὁ τριαντάρης γιός του, ποὺ εἶχε σπουδάσει μαθηματικός, τοῦ ἀνακοίνωσε ὅτι θὰ σταδιοδρομήσει ὡς παλαιστής. Καὶ τῆς τὸ εἶπε γελώντας, ἐπιφέροντας τὸ κρίσιμο ἐρώτημα: «Τελικά, μήπως πραγματικὰ παιδιά μας εἶναι οἱ μαθητές μας;». Ναί, ἀπὸ τόσους μαθητὲς ποὺ «ἀνάθρεψε» πολλοί, πάρα πολλοί, γεννήθηκαν καὶ ἀπὸ αὐτήν. Ἢ μᾶλλον κυοφορήθηκαν, γιατὶ μετὰ τὴ γέννα καθένας τράβηξε τὸν δρόμο του. Κι ὅπως συμβαίνει μὲ κάθε μάνα, γιὰ ἄλλους χαιρόταν μὲ τὴν προκοπή τους καὶ γιὰ ἄλλους στεναχωριόταν. Ἤξερε ὅμως ὅτι ἀπὸ τὴ μεριά της εἶχε προσφέρει γερὰ θεμέλια.

Οἱ προετοιμασίες στὸ σπίτι γιὰ τὸ αὐριανὸ τραπέζι ἔπρεπε νὰ τελειώσουν νωρίς. Ἤθελε νὰ πάει στὴν Ἐκκλησία πρὶν τὰ χαράματα, πάντα φρόντιζε γι᾽ αὐτό, ἀξημέρωτα, νὰ μὴν χάσει τὸν Κανόνα, καὶ μάλιστα διπλὸ Κανόνα, τὸν πεζὸ τοῦ Κοσμᾶ καὶ τὸν ἰαμβικὸ τοῦ ἐκ Δαμασκοῦ Ἰωάννη. Ἦταν περήφανη ποὺ μποροῦσε νὰ παρακολουθεῖ καὶ τὸν ἕνα καὶ τὸν ἄλλο, νὰ ἀγάλλεται ἡ ψυχή της γιὰ τὴν ἱκανότητα αὐτῶν τῶν δύο ποιητῶν ποὺ ξετυλίγουν τὸ μυστήριο τῆς θείας φιλανθρωπίας. Μὲ τὸν Νίκο, τὸν ἄντρα της, ποὺ δίδασκε φυσικὴ ἀλλὰ δὲν ἦταν ἄμοιρος κλασικῆς παιδείας, θὰ ξανάφερναν στὴν κουβέντα τους κατάλληλα σχολιασμένους στίχους αὐτῆς τῆς ποίησης, συνεχίζοντας στὸ σπίτι τους μιὰ λειτουργία μετὰ τὴ Λειτουργία, ποιὸς ξέρει γιὰ πόσες μέρες. Ἦταν τὸ ψωμὶ ποὺ τὴν κρατοῦσε στὴ ζωὴ αὐτὴ ἡ σπουδή, ἤθελε νὰ νιώθει ὅτι συνεχῶς δοξολογοῦσε ἕναν νυμφίο ποὺ τὴν δεχόταν μὲ τὰ πάθη της καὶ τὶς ἀνασφάλιές της. «Εὐεπίης μελέεσσιν ἐφύμνια ταῦτα λιγαίνει, Υἷα Θεοῦ, μερόπων εἵνεκα τεκτόμενον ἐν χθονὶ καὶ λύοντα πολύστονα πήματα κόσμου. Ἀλλ᾽ Ἄνα, ρητῆρας ρύεο τῶνδε πόνων», μελωδοῦσε μέσα της, ξέροντας ὅτι στὸν καιρό της τέτοιες ὁμηρικῆς προέλευσης λέξεις μὲ τέτοιο λόγο γιὰ τοὺς πολλοὺς ἦταν ἀκατανόητες. Πάντα ὅμως ἤθελε νὰ τὶς ἀκούει κι ἂς ἦταν ἔστω μόνον γι᾽ αὐτήν. Ἐπὶ τέλους, ἔχουν τόσα ἄλλα νὰ ἀκούσουν οἱ πολλοί, ἔλεγε μέσα της. Ἄλλωστε, πρέπει νὰ σημαίνεται καὶ ἡ μυστικὴ συνάντηση τοῦ πατέρα τῶν ποιητῶν μὲ τὸν ἐκ Δαμασκοῦ Ἰωάννη, γιὰ νὰ ξέρουμε ποιὸν ἀέρα ἀναπνέουμε. Θυμᾶται ποὺ στὰ πρῶτα χρόνια τῆς σταδιοδρομίας της δίδασκε Ὅμηρο σὲ κλασικὰ τμήματα, πρὶν ἰσοπεδωθοῦν τὰ αἰώνιας τέχνης κείμενα μὲ τὶς μεταφράσεις.

Ἀξημέρωτα, λοιπόν, ἀνήμερα τῆς γιορτῆς, φόρεσαν τὰ πανωφόρια τους καὶ ξεκίνησαν οἱ δυό τους γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Κρύος καιρὸς ἀλλὰ ξαστεριὰ ποὺ προμήνυε ἡλιόλουστη ἡμέρα. Χρόνια τώρα ἐκκλησιάζονταν στὸ Ἁγιορείτικο Μετόχι. Εἶχαν συνδεθεῖ μὲ τοὺς ἄλλους ποὺ σύχναζαν ἐκεῖ, τόσο μάλιστα ὥστε νὰ ἀντιλαμβάνονται τὴν ἀπουσία κάποιων καὶ νὰ ἀνησυχοῦν. Στὸ ἀναλόγιο ὑπηρετοῦσαν ἄριστοι ἐκτελεστὲς τῆς ψαλτικῆς τέχνης. Ἰδιαίτερα μάλιστα προσεκτικοὶ στὴν ἐκφορὰ τοῦ ποιητικοῦ λόγου ὥστε νὰ ἀκούγονται μὲ εὐκρίνεια οἱ λέξεις τῶν στίχων. Ἡ μουσικὴ νὰ ὑπηρετεῖ τὸν λόγο καὶ ὄχι νὰ τὸν σκοτεινιάζει. Κυρίως ὅμως ὁ ἱερέας τους, ὁ πατὴρ Εὐθύμιος, μὲ τοὺς χαμηλοὺς τόνους καὶ τὸν μειλίχιο τρόπο του, καθοδηγοῦσε τὸ πανηγύρι τῆς χαρᾶς κάνοντας ὅλους νὰ συμμετέχουν σὲ μυσταγωγικὴ πράξη. Τὸ «Πρόσχωμεν» ταξίδευε ἀπὸ τὸ στόμα του στὸν καθένα προσκαλώντας στὸν δεῖπνο τῆς ζωῆς.

Μετὰ τὴν ἀπόλυση βρέθηκαν στὴν αὐλή, ὅπου περίμενε τὸ κέρασμα, καφὲς καὶ κουλούρι, γιὰ νὰ συναντήσουν ὁ ἕνας τὸ βλέμμα τοῦ ἄλλου, νὰ μιλήσουν, νὰ χαμογελάσουν, νὰ γνωρίσουν ἴσως καινούργια μέλη αὐτῆς τῆς ἕτερης οἰκογένειας ποὺ τὰ μέλη της συνδέονταν μὲ ἄλλους δεσμούς, πέραν τῶν στενὰ συγγενικῶν. Τῆς Μαρίνας τῆς συνέβαινε νὰ νιώθει τὴν παρουσία ἀνθρώπων ποὺ εἶχαν ἤδη φύγει ἀπὸ τὴ ζωή, καὶ μέσα στὸ ναὸ καὶ στὴν αὐλή. Φοβόταν νὰ τὸ κουβεντιάσει αὐτό, νόμιζε πὼς τὸ φανταζόταν, ἦταν ὅμως τόσο ἔντονη ἡ αἴσθηση, μέχρι καὶ τὰ καθίσματα μέσα στὸ ναὸ μαρτυροῦσαν τὴν παρουσία τους. Σκεφτόταν ὅτι ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στοὺς πεθαμένους καὶ τοὺς ζωντανοὺς γινόταν ὅλο καὶ μικρότερη, ἔτεινε νὰ μηδενιστεῖ. Γι᾽ αὐτὸ ἀνατρίχιαζε ὅταν ἄκουγε τὸν ἱερέα νὰ προσκαλεῖ τοὺς κεκοιμημένους στὸ τραπέζι τῆς χαρᾶς, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν Παναγία καὶ καταλήγοντας, ὕστερα ἀπὸ τοὺς ἁγίους, σὲ πάντες τοὺς κεκοιμημένους ἐπ᾿ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου.

Στὸ τραπέζι οἱ θέσεις, κατὰ μία σιωπηρὴ σύμβαση, ἦταν ὁρισμένες. Στὴ μιὰ ἄκρη τοῦ τραπεζιοῦ ὁ πατέρας, στὴν ἀπέναντι ὁ γιός. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ κόρη, νύφη, γαμπρὸς καὶ ἐγγόνια. Ἔνιωθε μιὰ ἐσωτερικὴ πληρότητα βλέποντας τὴ φαμίλια, κυρίως τὰ ἐγγόνια, ὅλα στὴν ἐφηβεία τους, νὰ τρῶνε ἤρεμα καὶ μὲ εὐχαρίστηση τὰ καλούδια ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει. Ὅταν ἦρθε τὸ πρῶτο ἐγγόνι, ἀπὸ τὸν γιό τους, ὁ Νικολάκης, ἔκανε τὴ σκέψη πὼς ἡ γέννηση παιδιῶν δικαιώνει τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἡ ἀπόκτηση ἐγγονῶν ἐπιβεβαιώνει τὴ δικαίωση. «Ὡς νεόφυτα ἐλαιῶν κύκλῳ τῆς τραπέζης», συμπεραίνει ὁ ποιητής. Ἡ Μαρία καὶ ἡ Κατερίνα, σχεδὸν συνομίληκες, ἑτοιμάζονται σὲ δύο χρόνια νὰ δρασκελίσουν τὸ κατώφλι τῆς μαθητικῆς ζωῆς καὶ νὰ εἰσέλθουν στὴ φοιτητική. Ἄριστες μαθήτριες, ἡ ἐπιτυχία εἶναι ἐπὶ θύραις. Στὴ Μαρία ἔχει μιὰ ἀδυναμία, γιατὶ βαδίζει στὰ δικά της βήματα, τῆς θυμίζει τὶς δικές της ἐπιλογές. Ἀγάπη γιὰ τὴ γλώσσα καὶ ἀγάπη γιὰ τὴν ποίηση. Πρὶν ἔρθει ἡ ὥρα γιὰ τὸ φαγητό, γιαγιὰ καὶ ἐγγονὴ ἔσκυψαν πάνω στὸν «Ἔρωτα στὰ χιόνια» κεντώντας τὶς σκέψεις τους πάνω στὸ δράμα καὶ στὴν ἔξοδο ἀπ᾽ αὐτὸ ποὺ μαστόρεψε ὁ Σκιαθίτης Γέροντας. Ἡ Μαρία παρατήρησε ὅτι, ὅπως διάβασε σὲ βιβλίο γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ Σκιαθίτη, ὅταν μετέφεραν τὸ σκῆνος του στὰ Μνημούρια, σὲ ἀνοικτὸ φέρετρο, τὸ χιόνι ποὺ ἔπεφτε ἐκείνη τὴν 3η Ἰανουαρίου τὸν σκέπασε σὰν σάβανο, «διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου». Ἡ Κατερίνα εἶχε βάλει πλώρη γιὰ τὴν ἰατρική. Ἀπὸ μικρὴ νοιαζόταν γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἦταν πονόψυχη. Ὁ Νικολάκης, τελειόφοιτος πιά, βαδίζει στὰ ἴχνη τοῦ παπποῦ, θὰ σπουδάσει φυσική. Αὐτὸς εἰσήγαγε καὶ τὸ θέμα τῆς συζήτησης.

— Προχθὲς συνέβη ἡ σύνοδος τοῦ Δία μὲ τὸν Κρόνο, καὶ στὸν οὐρανὸ φάνηκε σὰν ἔντονο φῶς. Διάβασα ὅτι κατὰ τοὺς ἀστρονόμους μιὰ τέτοια σύνοδο πλανητῶν εἶδαν οἱ Μάγοι καὶ συμπέραναν ὅτι γεννήθηκε ἕνας μοναδικὸς βασιλιὰς ποὺ ἀποφάσισαν νὰ τὸν βροῦν καὶ νὰ τὸν προσκυνήσουν.

Τσίγκλισμα στὸν παππού. Στὰ φοιτητικά του χρόνια εἶχε διαβάσει τέτοιες θεωρίες, εἶχε μάλιστα γοητευθεῖ ἀπὸ τὶς ἑρμηνεῖες. Εἶχε κι αὐτὸς γλυστρήσει στὴν παγίδα τῶν ὀρθολογικῶν ἑρμηνειῶν. Ἀργότερα, σ᾽ ἕνα ταξίδι του στὸ Ἁγιονόρος, οἱ ἑρμηνεῖες κατέρρευσαν ὅταν συζήτησε τὸ θέμα μὲ ἕναν μοναχὸ ποὺ εἶχε ἐπίσης σπουδάσει φυσικὴ καὶ ποὺ ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν κόσμο καὶ νὰ ζήσει τὴ μοναστικὴ ζωή.

— Εὐλογημένε, τὸ φῶς ποὺ εἶδαν οἱ Μάγοι καὶ ποὺ τοὺς συνόδευσε στὴν πορεία τους, δὲν ἦταν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Ἦταν τὸ φῶς ποὺ εἶδε ὁ Μωϋσῆς ὡς φλόγα στὴ βάτο, τὸ φῶς ποὺ εἶδαν οἱ τρεῖς μαθητὲς στὸ Θαβώρ, τὸ φῶς ποὺ κατέβηκε ὡς περιστερὰ κατὰ τὴ βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, τὸ φῶς ποὺ βλέπουν οἱ ἡσυχαστές. Εἶναι ἄκτιστο φῶς.

Καὶ τοῦ ἐξήγησε. Ἐκεῖνο τὸ ταξίδι τοῦ ἄνοιξε ἕναν καινούργιο κόσμο. Γυρνώντας ἀπ᾽ τὸ Ὄρος ἔπεσε μὲ τὰ μοῦτρα στὴ βαθύτερη σπουδὴ μιᾶς παράδοσης ποὺ δὲν τοῦ ἦταν ξένη βέβαια, ἀφοῦ μ᾽ αὐτὴ τὸν μεγάλωσαν οἱ γονεῖς του, ἀλλὰ ποὺ κάπως ἐπιφανειακὰ τὴν γνώριζε. Μὲ τὴ Μαρίνα τὰ κουβέντιαζαν αὐτὰ τὰ θέματα, περισσότερο ὅμως τὴν ζοῦσαν αὐτὴ τὴν παράδοση.

— Νίκο μου, τὸν Θεὸ δὲν τὸν γνωρίζεις μέσῳ τῆς παρατήρησης καὶ τοῦ πειράματος, ἀπάντησε ὁ παππούς. Τὸν Θεὸ δὲν τὸν μαθαίνεις ἀλλὰ τὸν παθαίνεις. Μόνον ἡ σχέση μαζί του στὸν ἀποκαλύπτει. Βιώνεται ἡ παρουσία του, ἀλλὰ καὶ τὰ σημεῖα τῆς παρουσίας του. Ἕνα τέτοιο σημεῖο τῆς παρουσίας του ἦταν τὸ ἄστρο τῆς Βηθλεέμ. Κι ἂν τὸ εὐαγγέλιο μᾶς διηγεῖται τὴν προσκύνηση τῶν Μάγων, μόνον ὡς σημεῖο τῆς παρουσίας του μᾶς τὴν περιγράφει.

Εἶπαν κι ἄλλα. Τὰ ἐγγόνια ἤθελαν νὰ μάθουν. Παπποὺς καὶ γιαγιὰ ἐξηγοῦσαν. Ὅταν τὸ ἀπόγευμα ἔφυγαν, ἡ Μαρίνα στάθηκε μπροστὰ στὴν εἰκόνα, ἔκανε τὸν σταυρό της, εὐχαρίστησε. Ἦταν ἀπὸ τὰ καλύτερα Χριστούγεννα ποὺ εἶχε ζήσει.

Χριστούγεννα 2020

 

Πηγή: www.antifono.gr