ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΠΛΙΝΟΥ

ΓΕΝΙΚΑ

Η επαρχία Ιεράπετρας υστερούσε από παλιά σε μονές έναντι της επαρχίας Σητείας, όχι επειδή ο πληθυσμός της ήταν λιγότερος θρησκευόμενος, αλλά εξαιτίας του ότι δεν προσφερόταν για το μοναχισμό, μια που δεν διέθετε τις κατάλληλες ερημικές τοποθεσίες, τα απόκρημνα μέρη και τις σπηλαιώδεις πτυχώσεις του εδάφους, όπου, για λόγους μοναχικής απομόνωσης και ασφάλειας, κτίζονταν τα περισσότερα μοναστήρια την εποχή που ήκμαζε ο μοναχισμός. Και κάνομε τη σύγκριση με την επαρχία Σητείας, επειδή οι δύο αυτές περιοχές αποτελούσαν σχεδόν πάντα μια Επισκοπή και επομένως είχαν κοινή εκκλησιαστική ιστορική πορεία.

Οι μονές που αναπτύχθηκαν στην επαρχία Ιεράπετρας ήταν ριζωμένες στις πλαγιές των βουνών που σχηματίζουν το λεκανοπέδιο της Ιεράπετρας και κυρίως στη δυτική του πλευρά (Πάνω Καρκασίων, Κάτω Καρκασίων, Βαϊωνέας, Εξακουστής και Καρυδίου). Στις ανατολικές κλιτύες της κοιλάδας, μαζί με μερικές άλλες (Ψάθης, Αρμού, Βρυωμένης και Φανερωμένης), σε μια περιοχή, όχι και τόσο δύσβατη, ήταν κτισμένη η μονή Παπλινού.

Βρισκόταν στη θέση «Καθαράδες», ανατολικά της Ιεράπετρας, 10 περίπου χιλ., δύο ώρες οδικώς, όπως μετρούσαν παλιότερα τις αποστάσεις, στις νότιες υπώρειες των βουνών της Θρυφτής, σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα. Ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, που γιορτάζει στις 15 Αυγούστου.

ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΣΙΑ

Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πότε ακριβώς ιδρύθηκε η μονή. Πληροφορίες από πηγές δεν έχομε. Έτσι με λογικούς μόνο συνειρμούς ή υποθέσεις μπορούμε να προσεγγίσομε το θέμα. Θεωρείται πάντως δεδομένο ότι δεν ιδρύθηκε επί Τουρκοκρατίας (1669-1898), απλούστατα γιατί ο ισλαμικός ιερός νόμος (σεριάτ) δεν επέτρεπε την ίδρυση χριστιανικών μοναστηριών στις τουρκοκρατούμενες περιοχές. Έτσι θα πρέπει να υποθέσομε ότι η μονή είχε ιδρυθεί και λειτουργούσε επί Ενετοκρατίας (1204-1669), ίσως κατά την τελευταία της περίοδο.

Ο Ν. Ι. Παπαδάκης, ιδρυτής και πρώτος διευθυντής του Ιστορικού Αρχείου Χανίων, στο περισπούδαστο έργο του «Η Εκκλησία της Κρήτης» (Χανιά, 1936, σ. 131) αναφέρει:

«Από την οικοδομιακήν κατάταξιν, η οποία δεν ομοιάζει ποσώς προς την συνήθη των μοναστηρίων μορφήν, εξάγομεν ότι θα ήτο αρχικώς έπαυλις πλουσίου τινός γαιοκτήμονος, ο οποίος παρεχώρησεν αυτό εις καλόγηρον (Παπουλινόν) κατά τους τελευταίους χρόνους της Ενετοκρατίας...».

Είναι ευνόητο ότι, αν έτσι έχουν τα πράγματα, η ονομασία της μονής προήλθε από τον πρώτο της μοναχό Παπουλινόν. Η άποψη ότι δεν κτίσθηκε εξ υπαρχής για μονή ενισχύεται και από το γεγονός ότι η θέση της βρίσκεται σε μέρος μάλλον ανοικτό και κοντινό προς τη θάλασσα. Είναι γνωστό ότι τα μοναστήρια κατά τη Β΄ Βυζαντινή περίοδο (961-1204) και την Ενετοκρατία κτίζονταν σε μέρη ορεινά και δύσβατα, όχι μόνο για λόγους μοναχικής απομόνωσης, αλλά και ασφάλειας, όπως ήδη έχομε πει.

ΤΟ ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΧΜΕΤ ΠΙΛΑΒΑ

Μέχρι το 1823 η μονή Παπλινού ήταν άσημη και άγνωστη στον πολύ κόσμο. Ένα όμως αποτρόπαιο έγκλημα την έκαμε θλιβερά περιώνυμη και γνωστή. Πρόκειται για το απεχθέστατο έγκλημα του Μεχμέτ Πιλαβά ή Πιλαβομεμέτη και της συμμορίας του εις βάρος των καλογραιών της μονής.

Ο περιβόητος αυτός γενίτσαρος είχε έδρα του το χωριό Χουμεριάκο του Μεραμβέλλου. Λίγο όμως πριν από την έκρηξη της Επανάστασης του 1821, ίσως το 1816, ήλθε και εγκαταστάθηκε στην Ιεράπετρα, καθώς εκδιώχθηκε από τους ομόθρησκούς του, εξαιτίας των εγκλημάτων που διάπραττε εις βάρος και αυτών των ίδιων.

Η σκληρότητα και βαρβαρότητα του ήταν παροιμιώδης. Ο Εμμ. Αγγελάκης στα «Σητειακά» του τον περιγράφει ως εξής:

«Προέβαινεν εις παντός είδους κακουργήματα, ιδίως εις τα παρά την παραλίαν χωρία της Σητείας... όπου επήρχετο αιφνιδιαστικώς κακοποιών και ληστεύων τους αόπλους και απροστατεύους χριστιανούς...» (Σητειακά, τ.β. σ. 72-73).

Τόση και τέτοια ήταν η εγκληματική του συμπεριφορά, που και στην Ιεράπετρα η τουρκική διοίκηση αναγκάσθηκε να τον περιορίσει στο φρούριο της πόλης, για να αποτρέψει την κακοποιό του δράση. Οι ορτάκηδες του όμως άσκησαν πίεση στις τουρκικές αρχές και αφέθηκε ελεύθερος.

Μετά την αποφυλάκιση του αποθρασύνθηκε περισσότερο και συνέχισε την εγκληματική του δραστηριότητα με μεγαλύτερο πάθος. Μιαν ανοιξιάτικη λοιπόν νύκτα του 1823, μαζί με τη συμμορία του κατευθύνθηκε προς τη μονή Παπλινού, όπου μόναζαν αρκετές καλογριές. Εδώ παρέμεινε μερικές μέρες ευωχούμενος και όταν ικανοποίησε τις ακόρεστες γαστριμαργικές του ορέξεις, θέλησε όλη η συμμορία να κορέσει και τις ζωώδεις της σεξουαλικές ορμές. Βίασαν λοιπόν τις καλογριές κι ύστερα τους απέκοψαν τα στήθη και τα απόκρυφα τους μέρη. Άρπαξαν μετά ό,τι βρήκαν στο μοναστήρι και αφού επιβιβάσθηκαν σε μια βάρκα με κάποια ζώα που έκλεψαν διεκπεραιώθηκαν στο νησάκι Κουφονήσι, όπου συνέχισαν τις ευωχίες τους και τις διασκεδάσεις. Αλλά εδώ ήλθε και η δίκαιη τιμωρία τους. Οι οπλαρχηγοί της περιοχής έμαθαν τα γενόμενα κι έτρεξαν στο νησάκι, όπου, με αρκετή δυσκολία, τους εξόντωσαν εκτός από τρεις που διέφυγαν.

Ο Εμμ. Αγγελάκης περιγράφει το περιστατικό ως εξής: «Εισελθόντες εις την μονήν εύρον τας μοναχάς απροστατεύτους και αφού έφαγον και έπιον... ησέλγησαν αισχρώς, ως κτήνη επ᾿ αυτών, είτα αποκόψαντες τους μαστούς και τα απόκρυφα αυτών μέρη και διαρπάσαντες πάσαν την κινητήν περιουσίαν της μονής απήλθον...».

Η ΜΟΝΗ ΜΕΤΑ ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΟΥ ΠΙΛΑΒΟΜΕΜΕΤΗ

Έκτοτε η μονή, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, δε λειτουργούσε. Η πρώτη ίσως απόπειρα ανακαίνιση της έγινε το 1843. Αυτό προκύπτει, όπως ισχυρίζεται ο Γ. Μαρκόπουλος (Γεράπετρος και Γεραπετρίτες, σ. 111) από μια επιγραφή, που αναφέρεται στην ανακαίνιση αυτή. Είναι ωστόσο βέβαιο, όπως προκύπτει από πρωτογενείς πηγές, ότι η μονή Παπλινού λειτουργούσε κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας, ως παράρτημα της μονής Τοπλού και μάλιστα ως Σταυροπηγιακή, που ήταν και η ίδια.

Την εποχή αυτή η μονή περιελάμβανε ένα μικρό ναΐσκο, λίγα οικήματα, ένα κηπάριο και μερικές αγριάδες με χαρουπόδεντρα. Τη δεκαετία του 1880 μάλιστα η μονή είχε εκμισθωθεί στον Ανδρ. Φαφουτάκη από την Ιεράπετρα, ενώ παρέμενε σ᾿ αυτή κι ένας μοναχός.

Η Δημογεροντία όμως Λασιθίου, η οποία είχε κατά νόμο τη γενική εποπτεία της μοναστηριακής περιουσίας, κάποια στιγμή έκρινε ασύμφορη τη μίσθωση, μετά από εξέταση σχετικής επιστολής του Δημάρχου Κάτω Χωρίου και με απόφαση της την ακύρωσε. Μετά απ᾿ αυτό ανέλαβε τη διαχείριση της περιουσίας της μονής ο μοναχός του Τοπλού Ιωακείμ, από τη Σώκεια της Μ. Ασίας, που πιθανόν να ήταν ο ίδιος που αναφέρθηκε παρά πάνω (Ν. Ι. Παπαδάκης: Η Εκκλησία της Κρήτης, σ. 131).

Η απόφαση αυτή, που είχε την έννοια της ενοικίασης της μοναστηριακής περιουσίας στο μοναχό Ιωακείμ, αφορούσε 4,5 χρόνια κι έλεγε:

«Η ην αποτελούμεν Δημογεροντία προέβημεν σήμερον εις συμφωνίαν περί της ενοικιάσεως του εν τη επαρχία Ιεραπέτρου μοναστ. Μετοχίου ... καθ᾿ ην ενοικιάζει το εν λόγω μετόχιον εις τον τελευταίον μοναχόν (Ιωακείμ) διά γρόσια 500 επί 4,5 έτη, αρχόμενα από 1ης ισταμένου...» (Αρχ. Δημογ. Λασιθίου αριθμ. Πρωτ. 63, 1-2-1883).

Χαρακτηριστικό είναι ότι η συμφωνία ενοικίασης περιελάμβανε τον όρο του εγκεντρισμού 100 δέντρων ανά έτος, με ρήτρα ότι σε περίπτωση που δεν εκπλήρωνε ο ενοικιαστής την υποχρέωση του αυτή θα πλήρωνε συνολικά 1000 γρόσια. Αργότερα σταμάτησε το καθεστώς της ενοικίασης και ίσχυσε η εγκατάσταση μοναχού ως οικονόμου του Παραρτήματος.

Το 1900 όμως, επί Κρητικής Πολιτείας, στα πλαίσια της εξέτασης του σχεδίου του «Καταστατικού Χάρτου της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας της Κρήτης» έγινε δραστικός περιορισμός των 50 περίπου μονών του νησιού (Ν.Ι. Παπαδάκης: Ο Ιεροσητείας Αμβρόσιος, Χανιά 1936, σ. 77). Τότε κρίθηκε ως διαλυόμενη και η μονή Παπλινού. Μετά περίοδο όμως τριών ετών η Κρητική Βουλή, με το νόμο 553/1903 επανασύστησε μαζί με άλλες και τη μονή Παπλινού και την κατέστησε Παράρτημα της μονής Τοπλού, όπως ήταν και παλιά. Οι επανασυστημένες αυτές μονές διοικούνταν και πάλι από Οικονόμους. Όμως το σύστημα αυτό αποδείχθηκε πως δεν ήταν το πιο ενδεδειγμένο, διότι ο καλόγερος Οικονόμος, συντηρούνταν από τη μονή που προερχόταν, γι᾿ αυτό και δεν ερχόταν στην ανάγκη να εργασθεί στη μονή που διοικούσε, με αποτέλεσμα η περιουσία της συνεχώς να καταστρέφεται και η μονή να μαραζώνει οικονομικά, ώσπου τελικά να κλείσει. Κάτι τέτοιο φαίνεται ότι έγινε και με τη μονή Παπλινού. Η μοναστηριακή περιουσία γενικά περιήλθε έτσι στο «Εφεδρικό Ταμείο», για να διανεμηθούν τα 2/5 της αργότερα σε ακτήμονες καλλιεργητές. Ο σημερινός μικρός ναός ανακαινίσθηκε και επισκευάσθηκε από τον ομογενή Παντ. Ψιλινάκη και εσωτερικά εμπλουτίσθηκε από τον αδελφό του Ιωάν. Ψιλινάκη (περιοδ. Αμάλθεια, έτος Α΄, τ.1, 1970, σ. 11).

ΘΡΥΛΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ

 Για τη μονή θρυλούνται πολλά μεταξύ των κατοίκων της περιοχής. Σταχυολογούμε εδώ δύο σημαντικές παραδόσεις που αποθησαύρισε και δημοσίευσε ο δάσκαλος και αργότερα επιθεωρητής Δημ. Σχολείων κ. Ιωάν. Μαστοράκης στο περιοδικό Αμάλθεια (έτος Α΄, Ιούλ.-Αύγ. 1970, τ. 1).

Η πρώτη αναφέρεται στο θανάσιμο πάθημα ενός Τούρκου ο οποίος προσπάθησε να κοροϊδέψει την Παναγιά την Παπλινιώτισσα. Λέει λοιπόν η παράδοση.

Τον καιρό της Τουρκοκρατίας ένας Τούρκος είδε να τρέχει μέλι από τη σχισμάδα ενός βράχου του «βουνού του μελισσιού», που βρίσκεται πίσω από τη μονή. Δέθηκε μ᾿ ένα σχοινί και κατέβηκε να πάρει το μέλι. Παρακάλεσε δε την Παναγία να τον βοηθήσει και θα της έδινε το κερί. Όταν όμως έβγαλε το μέλι από τις κηρύθρες μετασκέφθηκε και κοροϊδευτικά είπε:

-Πήρα εγώ το μέλι, μα να σου κι εσένα, που δε σου δίνω το κερί! Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε ότι ξέχασε στην κουφάλα του βράχου το καλό του μαχαίρι. Ξαναδέθηκε με το σχοινί και κατέβηκε να το πάρει. Όταν όμως αναρριχόμενος ανέβαινε πάνω είδε ένα μεγάλο φίδι τυλιγμένο στο σχοινί να κατεβαίνει κατά πάνω του. Φοβήθηκε και με το μαχαίρι του προσπάθησε να του κόψει το κεφάλι. Από τη σύγχυσή του όμως αντί να κόψει το κεφάλι του φιδιού έκοψε το σχοινί. Έτσι έπεσε στο βάραθρο και σκοτώθηκε.

Η δεύτερη αφορά σ᾿ έναν άλλο Τούρκο που έκλεψε την Παναγία. Η παράδοση λέει:

Την ίδια εποχή ένας άλλος αλλόθρησκος, περνώντας από την Παναγία την Παπλινιώτισσα, είδε μια μαύρη ακονόπετρα πάνω από τα αιωνόβια πλατάνια της περιοχής στην οποία οι ξυλοκόποι ακόνιζαν τα «κοψίδια» τους. Τη φόρτωσε λοιπόν στο υποζύγιο του και τη μετέφερε στο κονάκι του στην Ιεράπετρα, όπου σκόπευε να την εκμεταλλευθεί για να εισπράττει χρήματα.

Δεν πρόλαβε όμως καλά-καλά να την ξεφορτώσει κι έπεσε βαριά άρρωστος. Το έμαθε ένας καλός του φίλος κι έσπευσε πρώτος να τον δει. Συζητώντας έμαθε ότι μόλις που είχε φτάσει από την Παπλινιώτισσα. Κάτι υποψιάσθηκε τότε αυτός και του είπε:

-Κάτι πρέπει να έκαμες εσύ τση Κερά-Μαρίας κι αυτός ομολόγησε την κλοπή.

-Να τη γυρίσεις αμέσως εκειά που τη βρήκες και να ζητήσεις συχώρεση, αν θες να γλυτώσεις από το κακό που σε βρήκε, του είπε ο φίλος του κι εκείνος τον άκουσε. Επέστρεψε την ακονόπετρα στη θέση της κι αμέσως έγινε καλά.

ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

 Η Μονή Παπλινού σήμερα ανήκει στην Ενορία Βαϊνιάς. Τίποτε, όμως, δε θυμίζει τα όσα συνέβησαν εκεί στο διάβα του χρόνου. Είναι ένα μικρό, ταπεινό εκκλησάκι, που τελευταία ανακαινίσθηκε και οι κάτοικοι της περιοχής το καλλωπίζουν, το συντηρούν και το περιποιούνται. Δίπλα έχει προστεθεί και ένα δέυτερο κλίτος αφιερωμένο στον Άγιο Φανούριο. Μερικά χαλάσματα τριγύρω συμπληρώνουν τη φτωχική μα επιβλητική εικόνα της άλλοτε ποτέ «λαμπρώς διαλαμψάσης» μονής Παπλινού.

Εδώ κάθε χρόνο τις 15 μέρες του Δεκαπενταύγουστου τελούνται καθημερινά οι Ιερές Ακολουθίες με αποκορύφωμα τη γιορτή της Μεγαλόχαρης, στις 15 Αυγούστου. Η χάρη της συγκεντρώνει τους πιστούς, που ξαναζωντανεύουν, έστω για λίγο, τη μονή, έτσι για να μη χαθεί τελείως η μνήμη της, η θύμηση της.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Αγγελάκη Εμμ.: Σητειακά τ. Α' και Β' Αθήναι 1936 και 1949

2. Δημογεροντία Λασιθίου: Αρχείο

3. Μαστοράκη Ιωάν.: «Παναγία η Παπλινιώτισσα» περ. Αμάλθεια, έτος Α, Ιουλ.- Αύγ. 1970, τ.1

4. Παπαδάκη Δημ.: «Τα ξωκκλήσια της Κρήτης» περ. Κρητ. Ορίζοντες, τ. 1, Ηράκλειο 1993.

5.  Παπαδάκη Ν.Ι.: Ο Ιεροσητείας Αμβρόσιος (Απομνημονεύματα). Χανιά 1936

6. Παπαδάκη Ν.Ι.: Η Εκκλησία της Κρήτης. Χανιά, 1936

7. Χρηστάκη Γ.: Η Ιεράπετρα και η περιοχή της, πορεία μέσα στο χρόνο, έκδ. Δ.Ε.Α.Π.Ι. Ηράκλειο 1994.

8. Χρηστάκη Γ.: Η Οχύρωση της περιοχής Ιεράπετρας..., έκδ.1 Συμβουλίου Περιοχής, Ιεράπετρα 1998.

9. Ψιλάκη Νικ.: Μοναστήρια και ερημητήρια της Κρήτης, τ.β΄, Ηράκλειο 1993