Ιερά Μονή Παναγίας Βρυωμένου Μεσελέρων Ιεράπετρας
ΠΑΝΑΓΙΑ ΒΡΥΩΜΕΝΟΥ ΜΕΣΕΛΕΡΩΝ

Ιερά Μονή Παναγίας Βρυωμένου Μεσελέρων Ιεράπετρας

ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ, ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ

 Η Ιερά Μονή Παναγίας Βρυωμένου βρίσκεται σε απόσταση περίπου τεσσάρων χιλιομέτρων, ανατολικά του χωριού Μεσελέροι στην κορυφογραμμή του όρους Σταυρός της επαρχίας Ιεράπετρας. Φωλιασμένη σε μια βραχώδη περιοχή, σε μια εκ φύσεως οχυρή και εξαιρετικής ομορφιάς θέση, όπου παλιότερα, πριν τις καταστροφικές πυρκαγιές των τελευταίων χρόνων, δέσποζε το πράσινο και τα γάργαρα νερά, παραμένει αθέατη, παρόλο που βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 600 μέτρων. Είναι αφιερωμένη στο Γενέσιο της Θεοτόκου, 8 Σεπτεμβρίου, όμως το Μοναστήρι πανηγυρίζει κατά την εορτή της Κοιμήσεως, 15 Αυγούστου.

Δυστυχώς, ελάχιστες πληροφορίες έχουμε στη διάθεσή μας για την παλαιότερη ιστορία της Μονής, για τον κτήτορα και τούς μοναχούς που μόνασαν εκεί κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της.

Πρόκειται για ένα αξιόλογο μοναστηριακό συγκρότημα, που παρουσιάζει δυο κύριες κατασκευαστικές φάσεις.  Η πρώτη ανάγεται στο 1401-1402, κατά την οποία χτίστηκε και τοιχογραφήθηκε το ανατολικό τμήμα του καθολικού καθώς και ο αρχικός πυρήνας των κελιών. Η δεύτερη φάση, κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η κατά μήκος επέκταση προς δυσμάς του καθολικού και η κατασκευή ή, η επέκταση των κελίων και των κοινόχρηστων χώρων του μοναστηριού, μπορεί να χρονολογηθεί βάσει των μορφολογικών στοιχείων με την πλούσια αναγεννησιακή - μανιεριστική τεχνοτροπία, περί τα τέλη του 16ου ή και τις αρχές του 17ου αιώνα. Την περίοδο αυτή η Μονή γνώρισε και τη μεγαλύτερη ακμή της.

Στη σημερινή του μορφή το συγκρότημα περιλαμβάνει το καθολικό που βρίσκεται στο Ν.Δ. τμήμα της ανώτερης στάθμης του μοναστηριού και το οποίο διατηρείται σε καλή κατάσταση.

Το καθολικό είναι αφιερωμένο στο Γενέσιο της Θεοτόκου. Πρόκειται για μονόχωρο καμαροσκέπαστο ναό, δυο κατασκευαστικών φάσεων. Αρχικά κατασκευάστηκε και τοιχογραφήθηκε το ανατολικό κλίτος του ναού που χρονολογείται βάσει της κτητορικής επιγραφής το 1401-1402. Μεταγενέστερα, στα τέλη του 16ου η και τις αρχές του 17ου αιώνα (πιθανόν περί το 1577), ο ναός επεκτάθηκε, προς δυσμάς στον ίδιο άξονα, με διάνοιξη του δυτικού τοίχου, και στεγάστηκε με οξυκόρυφο θόλο μεγαλύτερου ύψους. Στην κατασκευή του διαπιστώνεται χρήση απλών γεωμετρικών χαράξεων και αναλογιών, γεγονός που επιβεβαιώνει τη συμμετοχή έμπειρων αρχιμαστόρων στο σχεδιασμό του.

Ο ναός στη σημερινή του μορφή έχει δυο θύρες εισόδου. Η κύρια είσοδος ανοίγεται στο βόρειο τοίχο του δυτικού κλίτους. Πρόκειται για ένα θύρωμα έντονου αναγεννησιακού χαρακτήρα. Η δευτερεύουσα, λιτά λαξευμένη θύρα εισόδου, ανοίγεται στο νότιο τοίχο του δυτικού κλίτους. Στο βόρειο τοίχο του αρχικού ανατολικού κλίτους του ναού ανοιγόταν η στενή θύρα εισόδου του, με ευθύγραμμο υπέρθυρο που φέρει οξυκόρυφο ανακουφιστικό τόξο. Η θύρα αυτή τοιχίστηκε μεταγενέστερα και μετατράπηκε σε παράθυρο, πιθανότατα όταν κατασκευάστηκε το δυτικό κλίτος.

Στο ανατολικό τμήμα του βόρειο τοίχου του δυτικού κλίτους, στην απότμηση της στέγης του ναού, σώζεται η ιδιαίτερα επιμελημένη βάση του καμπαναριού, η οποία ανήκει στην περίοδο της Βενετοκρατίας. Στο εσωράχιο του παραθύρου του βόρειου τοίχου μετά τις εργασίες συντήρησης αποκαλύφθηκε γραπτή κεφαλαιογράμματη επιγραφή, στην οποία αναφέρονται οι κτήτορες του ναού.

Το μνημείο είναι καταχωρημένο από τον Ιταλό G. Gerola στον «Τοπογραφικό κατάλογο των τοιχογραφημένων εκκλησιών της Κρήτης», όπου και εκείνος αναφέρει την κτητορική επιγραφή· «ΑΝΕΚΕΝΙΣΘΙ Ο ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΟΥΤΟΣ ΚΑΙ ΘΕΙΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΔΕΣΠΙΝΗΣ ΗΜΩΝ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΑΕΗΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ ΔΙ ΕΞΟΔΟΥ ΚΑΙ ΚΟΠΟΥ ΜΙΡΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΤΟΥ ΚΑΛΟΔΡΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΑΥΤΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΒΗ(Σ) ΚΑΙ ΤΗΣ (ΑΔΕΛΦΗΣ ΑΥ)ΤΟΥ ΣΩΦΡΟΣΙΝΗΣ ΜΟΝΑΧΗΣ ΕΠΙ ΕΤΟΥΣ 6910 (1401-1402)». Ο ναός δηλ. ανακαινίσθηκε από τον Μοναχό Μύρωνα Καλοδρόσιο και την επίσης μοναχή αδελφή του Σωφροσύνη, με τη βοήθεια και της μητέρας τους Παρασκευής, όπως μαρτυρεί η σωζόμενη επιγραφή του 1401-1402 στο κατάγραφο καθολικό.

Πρόκειται πιθανώς για την ίδια επιγραφή που αναφέρει ο Στ. Ξανθουδίδης ότι σωζόταν εν μέρει εντοιχισμένη, στο τύμπανο του ανακουφιστικού τόξου της παλαιότερης θύρας εισόδου του ναού.

Ο ίδιος μελετητής αναφέρει επίσης, ότι εντός του ναού υπήρχε τμήμα λίθου-πλάκας διαστάσεων 0,20Χ0,35μ. με γράμματα διαστάσεων 0,3μ. που έφερε λαξευμένη κεφαλαιογράμματη επιγραφή. Όπως δημοσιεύει στο έργο του Χριστιανικαί Επιγραφαί εκ Κρήτης·«... Έξω της εκκλησίας ευρέθη λίθος ειργασμένος και χρησιμεύων άλλοτε ως υπέρθυρον εφ ου υπάρχει επιπλέον χάραγμα φέρον την χρονολογίαν αφοζ´ (1577).

Επίσης σε μια άλλη επιγραφή στο υπέρθυρο αναφέρεται·«...  Εντός της εκκλησίας είδον τεμάχιον λίθου απεσπασμένου εκ της αρχικής του θέσεως φέρον λαξευτήν την κάτωθι επιγραφήν «..... νος τον δη ρυγόωντα καθήρας ... ρεωεσθαι αντιμισθείαν δέρκει ... λλίω ε´».

Έχομεν εν τούτω το τελευταίον ήμισυ διστίχου ελεγειακού μετά της χρονολογίας. Και η μεν συμπλήρωσις του ελλείποντος δεν μου φαίνεται εύκολος, η έννοια όμως του ελεγείου, ως εξάγεται εκ του σωθέντος μέρους, είναι αύτη:·πάσχων τις εκ πυρετού και καθαρθείς απ’ αυτού υπό του θείου (προφανώς της Θεοτόκου), προσφέρει ανάθημα προς αντιμισθίαν μετά του επιγράμματος. Δια την ελλείπουσαν χρονολογίαν τούτο μόνον δυνάμεθα να είπωμεν ότι οι αρχαΐζοντες χαρακτήρες της επιγραφής με πείθουσιν ότι δεν είναι πιθανόν να τεθεί προ του 1500...».

Επομένως ο Ναός υπήρχε σχεδόν δύο αιώνες πριν από την ίδρυση του μοναστηριού, αν λάβουμε υπόψη την μαρτυρία της επιγραφής που αναφέρει ως έτος αποπεράτωσης του κτηριακού συγκροτήματος το έτος 1577. Τα έτη 1401-1402 ανακαινίσθηκε ο ναός που προϋπήρχε και χρειαζόταν ανακαίνιση, η οποία έγινε από τον Μοναχό Μύρωνα Καλοδρόσιο και την αδελφή του, την Μοναχή Σωφροσύνη, με τη βοήθεια και της μητέρας τους Παρασκευής. Ωστόσο, αυτό που είναι άγνωστο μέχρι σήμερα είναι το αν προϋπήρχε παλιότερο μοναστηριακό κτίσμα στη θέση που σήμερα βρίσκεται η Μονή, δεδομένου ότι συνηθιζόταν στην Κρήτη του 16ου αι. να παραχωρούνται από τούς φεουδάρχες παλαιά μοναστήρια σε μοναχούς για να τα ανακαινίσουν.

Συμφώνα με τον Ν. Ψιλάκη στο βιβλίο του «Μοναστήρια και Ερημητήρια της Κρήτης», υπάρχουν ενδείξεις οι οποίες συγκλίνουν στην υπόθεση περί λειτουργίας παλαιότερου μοναστηριού στη Βρυωμένη. Ο ναός της Μονής αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Ο ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ

Το ανατολικό κλίτος του καθολικού της Ιεράς Μονής Βρυωμένης είναι κατάγραφο. Συμφώνα με στοιχεία της 13ης Εφορείας Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων Κρήτης, που δημοσιεύονται στο Αρχαιολογικό Δελτίο 2004, η εικονογράφησή του διαρθρώνεται σε επάλληλες ζώνες οι οποίες πλαισιώνονται με κόκκινες διαχωριστικές ταινίες. Η θεματολογία του τοιχογραφικού διακόσμου αντλείται από τον Θεομητορικό και τον Ευαγγελικό κύκλο. Συγκεκριμένα το εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού έχει ως εξής:

Οι τοιχογραφίες του Ιερού Βήματος ακολουθούν το παραδοσιακό σύστημα.

Στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης του Ιερού Βήματος εικονίζεται η «Πλατυτέρα» των ουρανών κατά τον τύπο της Βλαχερνίτισσας, παράσταση η οποία επανευρίσκεται στους ναούς της Κρήτης στα τέλη του 14ου με αρχές του 15ου αιώνα. Στο μέτωπο της κόγχης εικονογραφείται η συμβολική σκηνή της Φιλοξενίας του Αβραάμ.

Εκατέρωθεν των μετώπων του τεταρτοσφαιρίου της κόγχης εικονίζεται ο Ευαγγελισμός, με την ασυνήθιστη παράσταση της Παναγίας να ανασηκώνεται από το θρόνο. Στις παραστάδες, διατηρούνται οι παραστάσεις της Άκρας Ταπείνωσης, που καθιερώνεται στους κρητικούς ναούς από τα τέλη του 14ου αιώνα, καθώς και ενός διακόνου που στρέφεται προς τούς συλλειτουργούντες Ιεράρχες. Στον ημικύλινδρο της κόγχης εικονίζεται η παράσταση του Μελισμού. Διατεταγμένοι ανά δυο, εκατέρωθεν της Αγίας Τράπεζας, εικονίζονται, σε στάση τριών τετάρτων, τέσσερις συλλειτουργούντες Ιεράρχες. Από αριστερά προς τα δεξιά εικονίζονται ο Πέτρος  Αλεξανδρείας, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος. Οι παραστάσεις των Ιεραρχών συνεχίζονται και στους πλευρικούς τοίχους του Ιερού. Διακρίνεται ο Άγιος Νικόλαος. Στο βόρειο τοίχο κατασκευάστηκε αργότερα μια τετράγωνη κόγχη και η κτιστή πρόθεση. Το μέτωπο της κόγχης είναι ζωγραφισμένο με σταυρό, στις γωνίες του οποίου αναγράφονται τα συμπιλήματα ΙΣ ( Ιησούς) ΧΣ (Χριστός) ΝΙ-ΚΑ, ενώ οι πλευρές της κοσμούνται με φλεβώσεις που σχηματίζουν τρίγωνα. Στο νότιο τοίχο του Ιεροῦ, επάνω από τούς Ιεράρχες, απεικονίζονται, εντός ορθογωνίου πλαισίου, σε προτομή τέσσερις μορφές αγίων, ο ένας εκ των οποίων ταυτίζεται με επιγραφή με τον Άγιο Ρωμανό.

Στο εικονογραφικό πρόγραμμα της καμάρας ιστορούνται σε δυο επάλληλες ζώνες, εντός ορθογωνίων πινάκων σκηνές από τον Χριστολογικό και τον Θεομητορικό κύκλο. Η επιλογή και η διάταξη των εικονογραφικών θεμάτων του ναού παρουσιάζουν έντονη απόκλιση από το καθιερωμένο σύστημα. Το βόρειο τμήμα της καμάρας του Ιερού, μέχρι το σφενδόνιο, καταλαμβάνει η παράσταση της Ανάληψης. Το αντίστοιχο νότιο τμήμα καταλαμβάνει η ενδιαφέρουσα παράσταση της Γέννησης του Χριστού, η οποία έχει πάρει την θέση της παράστασης της Πεντηκοστής. Στο βόρειο τμήμα της καμάρας του κυρίως ναού, εικονίζονται τέσσερις σκηνές από τον Βίο των Παθών. Αριστερά, την ανώτερη ζώνη καταλαμβάνει η παράσταση της Σταύρωσης. Αριστερά, την κατώτερη ζώνη καταλαμβάνει η παράσταση του Επιτάφιου Θρήνου. Δεξιά, το ανώτερο τμήμα της καμάρας καταλαμβάνει η παράσταση της Ανάστασης του Κυρίου (εις Άδου Κάθοδος). Δεξιά, το κατώτερο τμήμα της καμάρας καταλαμβάνει η παράσταση των Μυροφόρων. Αριστερά, το ανώτερο τμήμα της καμάρας καταλαμβάνει η πολύ φθαρμένη παράσταση της Υπαπαντής. Αριστερά το ανώτερο τμήμα της καμάρας καταλαμβάνει η παράσταση της Βάπτισης. Αριστερά, στο κατώτερο τμήμα της καμάρας εικονίζεται το Γενέσιον της Θεοτόκου. Η παράσταση σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση. Πίσω από την  Άννα παριστάνεται η σκηνή της συνάντησης του Ιωακείμ και της Άννης, σκηνή από τα Απόκρυφα, που εικονίζει τούς γονείς της Θεοτόκου αγκαλιασμένους. Δεξιά, το κατώτερο τμήμα της καμάρας καταλαμβάνει η παράσταση των Εισοδίων της Θεοτόκου. Το κλειδί της καμάρας κοσμεί σπειροειδές μοτίβο που ποικίλλεται με φυτικό διάκοσμο και το οποίο διαχωρίζει τις παραστάσεις του βόρειου και του νότιου τοίχου της καμάρας του ναού. Στους πλευρικούς τοίχους διακρίνονται μορφές Αγίων. Στο βόρειο τοίχο του ναού παριστάνεται, ως φύλακας της εισόδου, ο αρχάγγελος Μιχαήλ. Εικονίζεται σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, από τούς άλλους αγίους. Είναι φτερωτός και φέρει πλήρη στρατιωτική στολή. Στο νότιο τοίχο, παριστάνονται ολόσωμοι, μετωπικοί, τέσσερις άγιοι. Στο εσωράχιο του ενισχυτικού τόξου εικονίζονται, αρκετά φθαρμένες, μορφές αγίων σε προτομή, που κρατούν Ευαγγέλια και σταυρούς του μαρτυρίου.

Το ίσο μέγεθος των πινάκων του βίου της Θεοτόκου και των Ευαγγελικών σκηνών, δίδει έμφαση στην τιμή της Παναγίας, στην οποία είναι αφιερωμένο το καθολικό της Μονής.

 Η διακόσμηση του καθολικού της Ιεράς Μονής Βρυωμένης πραγματοποιήθηκε με την χορηγία του μοναχού Μύρωνος Καλοδροσίου, κατά τα έτη 1401-1402, όπως προκύπτει από την κτητορική επιγραφή που σωζόταν στο υπέρθυρο της εισόδου του ανατολικού κλίτους του ναού.

Στον μικρό ναό της Παναγίας, της Μονής Βρυωμένης δεν συναντά κανείς τόσο την ποιότητα ζωγραφικής όσο και το εκτεταμένο εικονογραφικό πρόγραμμα που συναντά σε άλλα μνημεία της υπαίθρου κατά την ίδια χρονολογική περίοδο (Παναγία στα Καπετανιανά 1401-1402, Μονή Βαλσαμονέρου, Μονές Καρκασίων Ιεράπετρας, Σκλαβεροχώρι). Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο κ. Εμμ. Μπορμπουδάκη «Η ποιότητα της ζωγραφικής στο καθολικό της Ιεράς Μονής Βρυωμένης που ανταποκρίνεται σε μία μέση καλαισθησία, όπως και το περιορισμένο, με επιλογές από το κύκλο των Παθών και το βίο της Παναγίας, εικονογραφικό πρόγραμμα, που οφείλεται και στο μικρό μέγεθος της εκκλησίας, αντιστοιχούν αναμφίβολα στις οικονομικές προϋποθέσεις και το επίπεδο παιδείας του χορηγού μοναχού Μύρωνος Καλοδροσίου. Στην ενδιαφέρουσα όμως παράσταση της Γέννησης στη νότια πλευρά της καμάρας του βήματος, αναγνωρίζονται εικονογραφικές διατυπώσεις και προσωπογραφικοί τύποι (μορφές Παναγίας), γνωστοί από εικόνες της εποχής (εικόνα Γέννησης Volpi), έργα κωνσταντινουπολιτών ζωγράφων, προσφύγων στο νησί, αντιπροσωπευτικά των καλύτερων παραδόσεων της πρωτευουσιάνικης ζωγραφικής της εποχής. Οι συσχετίσεις αυτές μπορούν να ερμηνεύσουν την προέλευση και της συγκεκριμένης, επαρχιακότερου χαρακτήρα, τάσης της τοιχογραφικής διακόσμησης στη Βρυωμένη. Η ποιοτική εξάλλου διαφορά από τα υψηλής στάθμης πρότυπα ενισχύει την άποψη της διαστρωμάτωσης της κρητικής ζωγραφικής από την αρχή της περιόδου, ανάλογα με τις οικονομικές προϋποθέσεις και τις αισθητικές προτιμήσεις των χορηγών».

Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ. ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΗΓΗΤΩΝ. ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

Όπως αναφέραμε, ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά από την παλαιότερη ιστορία της Μονής, για τον κτήτορα και τούς μοναχούς που ασκήτευσαν στη Μονή την πρώτη περίοδο της λειτουργίας της, κατά τον 16ο αιώνα.

Σύμφωνα με νεότερα στοιχεία που δημοσιεύσαν σε μελέτη τους με τίτλο Μοναστήρια της νοτιοανατολικής Κρήτης κατά την Ενετική περίοδο στο περιοδικό Ευκοσμία οι Καθηγητές Δημήτρης Τσουγκαράκης και Ελένη Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, βασιζόμενοι σε νοταριακές πηγές της εποχής, η Μονή Βρυωμένου αναφέρεται σε νοταριακό έγγραφο του 1548:·Μια χήρα από το γειτονικό χωριό Μακρυλιά δωρίζει στον Ηγούμενο της Μονής Μολυμπέα μια φάμπρικα (ελαιοτριβείο). Επίσης, αναφέρεται στα έτη, 1570 σε μια διαθήκη και στα 1602 και 1603 όταν Ηγούμενος ήταν κάποιος Μοναχός Καλύβας, ο οποίος πούλησε σε ένα κάτοικο της Κριτσάς το 1/4 του νερόμυλου που διατηρούσε η Μονή στην περιοχή Ιστρώνα (σημερινό Ίστρο Καλού Χωριού), τον οποίο είχε αγοράσει το 1597 από τον Φεουδάρχη Νικόλαο Μουδάτσο. Το έτος 1615 μαρτυρείται ότι ο  Ηγούμενος  Ιερεμίας Τζαμάνης, ο επονομαζόμενος Βιολής, πούλησε ένα οινάμπελο. Σημαντική πληροφορία μας δίδει μια απογραφή του 1637, όπου αναφέρεται ως  Ηγούμενος κάποιος Μάξιμος Μελισσηνός και η Μονή ονομάζεται Φανερωμένη (Monastero della nostra Dona) και αριθμεί 10 μοναχούς.  Επίσης αριθμούσε δύο μέλη από την οικογένεια των Σεβήρων, που ήταν απόγονοι του ευγενούς  Αντωνίου Μουάζου. Συμφωνα με την απογραφή το Μοναστήρι παρήγαγε λάδι, κρασί, σιτηρά και δημητριακά. Τέλος, η Μονή αναφέρεται και από τον Λατίνο  Επίσκοπο της  Ιεράπετρας το 1641.

Όλες οι παραπάνω μαρτυρίες συγκλίνουν στο ότι το μοναστήρι λειτουργούσε κανονικά και σε πλήρη ακμή κατά την Ενετοκρατία και είχε τις προϋποθέσεις να επιβιώσει και τα δύσκολα χρόνια της τουρκοκρατίας.

Δυστυχώς, δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση της Μονής, πέρα από την παράδοση που θέλει το Μοναστήρι να είναι σημαντικό κέντρο επαναστατικής δράσης στην ευρύτερη περιοχή της επαρχίας Ιεράπετρας.

Συμφωνα με το τοπωνυμικό αρχείο, του ιστορικού αρχείου του Ιστορικού Μουσείου Κρήτης στο  Ηράκλειο, «υπήρχε εκεί (στου Βρυωμένου) κοινόβιος μονή των γενεθλίων της Θεοτόκου-κέντρο επαναστατών». Συμφωνα με την παράδοση, το μοναστήρι, όχι μόνο λειτουργούσε κατά τα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αλλά και ήταν τόπος φιλοξενίας και υπόθαλψης των επαναστατών από τούς μοναχούς. Η ερήμωση της Μονής υπολογίζεται ότι έγινε πριν από την μεγάλη ελληνική επανάσταση του 1821. Μια άλλη παράδοση όμως αναφέρει ότι κατά το 1821 πραγματοποιήθηκε εκεί η πρώτη συνέλευση των οπλαρχηγών της  Ανατολικής Κρήτης, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι μόλις το πληροφορήθηκαν να πολιορκήσουν το μοναστήρι και να το καταλάβουν, ενώ οι μοναχοί κατέφυγαν σε κάποιο κοντινό σπήλαιο.

Πάντως, σύμφωνα με την μαρτυρία του Γάλλου Πρόξενου A. Fabreguettes, που επισκέφθηκε την περιοχή το έτος 1834, το μοναστήρι δεν λειτουργούσε τότε και το αναφέρει ως παλαιό εγκαταλελειμμένο μοναστήρι. Όπως αναφέρει στην έκθεσή του·«... είχα ακούσει να γίνεται λόγος για το παλιό μοναστήρι του Vriosmeni και αφήνοντας την πεδιάδα αριστερά διέσχισα ένα απότομο βουνό κατάφυτο και ποτιζόμενο μέχρι το μισό του ύψος. Φθάνοντας στο ψηλότερο σημείο αποκαλύπτει κανείς μια μεγαλόπρεπη άποψη έχοντας θέα προς την θάλασσα του βορρά και το Λιβυκό πέλαγος.  Έχει κανείς στα πόδια του τις πλούσιες πεδιάδες του Αγίου Νικολάου και τις όχι λιγότερο πλούσιες της Ιεράπετρας. Κοιμήθηκα στους Μεσελέρους».

Λίγα χρόνια, λοιπόν, μετά την επανάσταση το Μοναστήρι ήταν έρημο και εγκαταλελειμμένο. Επίσης ο Γάλλος Πρόξενος αναφέρει μια γνωστή παράδοση για την ύπαρξη 100 πυλών ενός παλαιού μοναστηριού της επαρχίας Ιεράπετρας και περιγράφει τη Μονή Βρυωμένης, για την οποία η παράδοση αναφέρει ότι είχε 101 πύλες, από τις οποίες έχουν βρεθεί οι 100. Προφανώς ήταν απόδειξη της οικονομικής ευρωστίας της Μονής εκείνα τα χρόνια. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει·«8 Ιουνίου. Περίμενα να βρω ένα μεγάλο και όμορφο  μοναστήρι (άλλωστε γνώριζα ότι ήτο εγκαταλελειμμένο), αφού και εδώ υπάρχει ακόμη η παράδοση των εκατό μιας πορτών από τις οποίες δεν βρίσκονται παρά οι εκατό. Οι ελπίδες μου διαψεύσθηκαν βλέποντας μια μονή που είχε καταρρεύσει πρόσφατα και της οποίας οι εκατό πόρτες περιορίζοντο σε εικοσιπέντε εισόδους κελιών μοναχών. Η θέση της μονής είναι άλλωστε αρκετά τερπνή και ευχάριστη αν και η μικρή κοιλάδα είναι πολύ στενή και η ορατότης πολύ περιορισμένη...».

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1845, ήλθε στην Κρήτη ο Raulin, ο οποίος παραθέτει στο έργο του «Φυσική περιγραφή της Κρήτης» αποσπάσματα από την περιγραφή του Fabreguettes, επιβεβαιώνοντας ότι το κτηριακό συγκρότημα της Βρυωμένης ήταν εγκαταλελειμμένο. Πάντως κατά τον G. Gerola τα κτήρια της Μονής χρησιμοποιήθηκαν ως θερινή κατοικία του Επισκόπου Ιεράπετρας.

Τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα η Μονή είχε υπαχθεί ως μοναστηριακό εξάρτημα στην Ιερά Μονή Φανερωμένης Γουρνιών και συνέχισε την πορεία του ως Μετόχι της. Στα κελιά έμενε πλέον ο μοναχός-επιστάτης και ορισμένες φορές μια μικρή συνοδεία που έρχονταν από την Μονή Φανερωμένης για την καλλιέργεια των καλλιεργήσιμων εκτάσεων του Βρυωμένου και την επιστασία των βοσκότοπων. Σύμφωνα με στοιχεία από το Αρχείο της Δημογεροντίας Λασιθίου η Μονή είχε τεράστιες εκτάσεις, καλλιεργήσιμες και μη. Από το κτηματολόγιο της Ιεράς Μονής Φανερωμένης Γουρνιών προκύπτει ότι τα περιουσιακά στοιχεία της Μονής Βρυωμένου ήταν τα εξής·«Το μετόχιον Βρυγιωμένου σύγκειται από δύο οικήματα με στέγην και τινά ερείπια, από μίαν μάνδραν και 40 ως ήγγιστα καλλιεργημένους και μη αγρούς, περιέχοντας 2 καρυάς, 3 μωρέας, 4 κυδωνέας και 10 κυπαρίσσους. Εντός δεν του μετοχίου τούτου υπάρχει και μικρά εκκλησία ''το Γενέθλιον της Θεοτόκου'', ερειπωμένη με τινάς εικόνας». Τα κτήματα αυτά, εκτός τον χώρο γύρω από την  Εκκλησία, ανήκουν στα 3/5 της περιουσίας της Μονής Φανερωμένης - όπως και όλων των Μονών της Κρήτης-, που με βάση το Νόμο 3345 της 22ας  Ιουνίου 1925 περιήλθαν στο Ταμείο Εφέδρων Πολεμιστών Κρήτης, για την ενίσχυση και αποκατάσταση των ταλαιπωρημένων οικογενειών των εφέδρων πολεμιστών της Μικρασιατικής εκστρατείας, ενώ αρκετά κτήματα εκποίησε και ο Οργανισμός Διαχειρίσεως Μοναστηριακής Περιουσίας (Ο.Δ.Μ.Π.) Νομού Λασιθίου. Από τότε ο σωζόμενος Ιερός Ναός και το υφιστάμενο κτηριακό συγκρότημα της Μονής Βρυωμένου υπήχθησαν στην πλησιέστερη Ενορία Μεσελέρων και έτσι η Μονή έγινε Ενοριακή.

Η ΜΟΝΗ ΣΗΜΕΡΑ

Τα τελευταία χρόνια, από το 1992 μέχρι και σήμερα, γίνεται μια φιλότιμη προσπάθεια στερέωσης και αποκατάστασης των κελιών και των λοιπών κτισμάτων της μονής με τη συνεργασία του Εφημερίου και των κατοίκων της Ενορίας Μεσελέρων, της Ιεράς Μητροπόλεως Ιεραπύτνης και Σητείας και της 13ης Εφορείας Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων.

Όσον αφορά στον ίδιο το ναό, έγινε με επίβλεψη της 13ης Ε.Β.Α. κατασκευή δαπέδου από πωρόλιθο και καθαίρεση του οπλισμένου σκυροδέματος επικάλυψης του θόλου, επέμβαση που είχε πραγματοποιηθεί αυθαίρετα στο παρελθόν και είχε οδηγήσει σε εμφάνιση σοβαρών προβλημάτων αλάτων στις τοιχογραφίες. Επίσης κατασκευάστηκε νέα επικάλυψη με κονίαμα τύπου αστρακασβέστου.

Το 2004 έγινε ο καθαρισμός και η στερέωση του τοιχογραφικού διακόσμου, με στερέωση της ζωγραφικής επιφάνειας και του υποστρώματος, περιμετρικές στερεώσεις και κατασκευή νέων πατητών κονιαμάτων συμπλήρωσης από ασβεστοκονίαμα.

Έγινε στεγάνωση της εξωτερικής επιφάνειας της αστρακασβέστου του θόλου και συντήρηση των εξωτερικών επιχρισμάτων, που αποτελούν εξαίρετο δείγμα από τα παλαιότερα σωζόμενα εξωτερικά επιχρίσματα, με προσεκτικό καθαρισμό τους από την σποραδική και μικρής έκτασης βλάστηση, με στερέωση των σημείων που παρουσιάζουν κενά ή αποκολλήσεις και τοπικές μικροσυμπληρώσεις με ασβεστοκονίαμα που προσεγγίζει κατά το δυνατόν το υφιστάμενο κονίαμα.

Τέλος πραγματοποιήθηκε καθαρισμός από ρύπους του λιθανάγλυφου διακόσμου της βάσης του κωδωνοστασίου, καθώς και η καταγραφή και ο καθαρισμός των γλυπτών θραυσμάτων αρχιτεκτονικών μελών που έχουν βρεθεί διάσπαρτα.

Εκτός από τις Θείες Λειτουργίες που τελούνται κατά τις Θεομητορικές εορτές και άλλες μέρες στον Ι. Ναό του Γενεσίου της Θεοτόκου, πολλοί πιστοί προσέρχονται στη Μονή κατά την περίοδο του Δεκαπενταύγουστου για να μετάσχουν στην ακολουθία των Παρακλητικών Κανόνων προς την Υπεραγία Θεοτόκο, να προσκυνήσουν τη θαυματουργή εικόνα της και να λάβουν τη χάρη και την προστασία της.

Μάλιστα, την περίοδο αυτή οι χώροι της Μονής σφύζουν από ζωή, καθώς δεκάδες προσκυνητές πραγματοποιούν κάποιο τάμα και διαμένουν στα ανακαινισμένα κελιά του Μοναστηριού και μετέχουν στις ακολουθίες του νυχθημέρου. Πολλοί επίσης πιστοί από την ευρύτερη περιοχή αναφέρουν κάποιο θαύμα που βίωσαν από την Παναγία την Βρυωμένη.