Σκαλιωτῶν μνήμη* (†) Ἐμμανουήλ Γ. Κουτσαντωνάκη, Συντ/χου φιλολόγου καθηγητῆ.

Σκαλιωτῶν μνήμη* (†) Ἐμμανουήλ Γ. Κουτσαντωνάκη, Συντ/χου φιλολόγου καθηγητῆ.
Ημερομηνία δημοσίευσης 26.07.2020

Ἡ τοπική κοινωνία, μέ τή φροντίδα τοῦ νεοσύστατου Πολιτιστικοῦ Συλλόγου Σιτάνου καί τή συνεργασία τῶν τεσσάρων Δήμων τῆς Ἐπαρχίας μας, μέ τή σημερινή σεμνή τελετή -τόσο στό χῶρο τῶν Σκαλιῶν, ὅσο καί ἐδῶ- τιμοῦν τή μνήμη τῶν ἡρωικῶν Σκαλιωτῶν πού, κατά τήν παράδοση, κατασφάγηκαν στήν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Ζήρου ἀπό τούς Τούρκους, ὕστερα ἀπό προδοσία, σέ χρόνο πού δέν εἶναι δυστυχῶς ἱστορικά ἐξακριβωμένος, ἀπό ἔλλειψη ἐπαρκῶν γραπτῶν στοιχείων.

Μένει, λοιπόν, νά προσπαθήσουμε νά παραθέσουμε ὅσα στοιχεῖα εἶναι γνωστά, καί ἀπό τήν ἱστορία, ἀλλά κυρίως ἀπό τήν παράδοση, τόσο γιά τούς Σκαλιῶτες (γιά τόν τρόπο ζωῆς καί δράσης τους καί τόν τελικό ἀφανισμό τους), ὅσο καί γιά τή μανία τῶν Τούρκων, ἐπί ἀρκετό χρόνο, νά τούς ἐξοντώσουν.

Οἱ Σκαλιῶτες, λοιπόν, κατά τήν παράδοση, ἀλλά καί κάποιες πληροφορίες ἀπό τήν Κρητική Ἱστορία, κατέφυγαν καί κατοίκησαν στό ὀρεινό, φύσει ὀχυρό καί δυσπρόσιτο μέρος, πού εἴδαμε νωρίτερα, ἐπειδή δέν ἀνέχονταν τίς ὠμότητες τῶν Τούρκων κατακτητῶν τῆς Ἐπαρχίας Σητείας καί ἰδιαίτερα τῶν γενιτσάρων.

Ἡ φυσική διαμόρφωση τοῦ ἐδάφους τῆς περιοχῆς τῶν Σκαλιῶν φαίνεται ὅτι ἐπέδρασε στό χαρακτήρα τῶν κατοίκων του καί τούς κατέστησε ἀνυπότακτους, μαχητικούς, εὐερέθιστους καί πολλές φορές σκληροτράχηλους. Ἡ παράδοση μάλιστα, ἤ καλύτερα ὁ θρύλος, τούς παρουσιάζει μέ ὑπερφυσικές δυνάμεις, ὑπεράνθρωπους ἀγωνιστές πού ὑπερασπίζονταν τούς χριστιανούς μέ τέτοια ὁρμή, ὥστε εἶχαν καταστεῖ «ὁ φόβος καί ὁ τρόμος τῶν Τουρκῶ». Χαρακτηριστική εἶναι ἐπίσης ἡ παρακάτω φράση πού ἀκούγεται ἀκόμη καί σήμερα στή Ζάκρο, ὅταν θέλουν νά ἀναφερθοῦν σέ κάποιον ξεχωριστό ἄντρα, ἀποφασιστικό, ἀτρόμητο κ.λπ.: «αὐτός ἀποσύρνει (ἤ ἀποκρατεῖ) ἀπού τά Σκαλιώτικα παληκάρια».

Οἱ Σκαλιῶτες ἀνῆκαν στήν κατηγορία τῶν πρώτων Κρητῶν ἀνταρτῶν, πού οἱ Τοῦρκοι ὀνόμαζαν Χαΐνηδες (ἀπό τήν ἀραβική λέξη χαΐν, πού δηλώνει: τόν ἀχάριστο, τόν ἐπίβουλο, τόν προδότη, τόν ἀποστάτη κ.λπ.), καί οἱ ὁποῖοι ἀπό τά πρῶτα κιόλας χρόνια τῆς τουρκικῆς εἰσβολῆς στήν Κρήτη κατέφυγαν σέ δυσπρόσιτες βουνοκορφές καί μάχονταν τόν εἰσβολέα κυρίως μέ νυκτερινές ἐπιδρομές στίς θέσεις του.

Φαίνεται ὅμως ὅτι οἱ Σκαλιῶτες χαΐνηδες εἶχαν σκαρφαλώσει καί ἐπιλέξει τόν τόπο κατοικίας τους, δηλ. τά Σκαλιά, πολύ νωρίτερα ἀπό τήν τουρκική κατοχή τῆς περιοχῆς καί πιό συγκεκριμένα, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἱστορικός Μουρέλλος, «ἀπό τήν ἐποχή τῶν Βενετσάνων, καθώς ἀπό τότε κρατοῦσαν τήν αὐτή ἀντάρτικη τακτική [καί ἦταν] ἀτίθασσοι στίς ἀπαιτήσεις τῶν Βενετσάνων φεουδαρχῶν καί περιφρονητές στίς ἀπαιτήσεις τῶν ἀρχόντων τῆς Βενετίας». Ἡ πληροφορία αὐτή ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τήν ἀναφορά τῶν Σκαλιῶν (μέ τό ὄνομα Scaglia καί μέ 162 κατοίκους), στήν Ἔκθεση τοῦ Ἑνετοῦ Καστροφύλακα, τῶν ἐτῶν 1579-1583.

Σύμφωνα ἐπίσης μέ τίς πληροφορίες τοῦ Μουρέλλου, «ἅμα κατακτήθηκε καί ἡ Σητεία [ἀπό τούς Τούρκους] μαζί μέ τήν ἄλλη Κρήτη, οἱ Σκαλιῶτες, τραβηγμένοι στό ψηλό τους χωριό δέν ἐδέχθηκαν Τοῦρκο, κι αὐτό ἐξερέθιζε καί τούς κατακτητές μά κι ἀργότερα τούς ἀρχοντοβενετσάνους πού ’γιναν μουσουλμάνοι, γιά νά συγκρατήσουν τήν ἰσχύ καί τίς τεράστιες περιουσίες τους».

Ὁ Μουρέλλος ἐπίσης μᾶς πληροφορεῖ ὅτι: «[οἱ Τοῦρκοι], στήν προσπάθειά τους νά ἐξοντώσουν τούς Σκαλιῶτες, ὀργάνωναν συστηματικές ἐκστρατεῖες κατά τῶν Σκαλιῶν, μά πάντα μετάνιωναν γιά τήν αἱματηρή ἐπιχείρησή τους, γιατί οἱ Σκαλιῶτες εὕρισκαν τρόπο νά μήν περιορίζονται στήν ἀμυντική τους στάση καί προχωροῦσαν σέ ἐπιδρομές στά γύρω, γιά νά ἐκδικοῦνται πιέσεις χριστιανῶν πού ἦσαν φίλοι ἤ συγγενεῖς τους.

Μά αὐτό δέν μποροῦσε νά διαρκέσει πολύ κι οἱ Τοῦρκοι ὀργάνωσαν μία συστηματική ἐκστρατεία γιά νά καταστρέψουν τή φωλιά τῶν ἀτίθασων ἀσήδων».

Στή συνέχεια ὁ Μουρέλλος ἀναφέρει ὅτι ὁμάδα 200 ἀνδρῶν ἀποβιβάστηκαν στήν Κάτω Ζάκρο καί, ἀφοῦ ἀνάγκασαν ἕνα χριστιανό μέ τήν ἀπειλή τοῦ θανάτου νά τούς ὁδηγήσει στά Σκαλιά, διανυκτέρευσαν στήν περιοχή πού ὀνομάστηκε μετά Μαῦρος Κάμπος (λίγο πιό κάτω ἀπό τά Σκαλιά). Ὅταν ἀποκοιμήθηκαν, βρῆκε τήν εὐκαιρία ὁ χριστιανός ὁδηγός καί εἰδοποίησε τούς Σκαλιῶτες πού ἔτρεξαν ἀμέσως στό χῶρο πού τούς ὑπέδειξε καί κατέσφαξαν τούς Τούρκους, ἐκτός ἀπό ἕναν πού τόν ἔστειλαν νά φέρει τά μαντάτα στούς δικούς τους καί νά τούς πεῖ νά μήν τολμήσουν ξανά νά πραγματοποιήσουν ἐπίθεση κατά τῶν Σκαλιῶν.

Καί φαίνεται ὅτι τρομοκρατήθηκαν καί δέν τόλμησαν ποτέ πιά νά ἐπιτεθοῦν κατά τῶν Σκαλιῶν. Πέτυχαν ὅμως τό στόχο τους ἀργότερα, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω, μέ τήν προδοσία τοῦ παπα-Δράκου, ἀπό τή Ζῆρο, κατά τόν Μουρέλλο ἤ τοῦ παπα-Φραγκιᾶ, κατά τόν Μιχ. Καταπότη ἤ τοῦ παπα-Γιάννη, κατ’ ἄλλη μαρτυρία.

Πρίν ὅμως ἀναφέρουμε λεπτομερέστερα τά σχετικά μέ τό τραγικό τέλος τῶν Σκαλιωτῶν, καί γιά νά ἀξιολογηθεῖ καλύτερα ὁ τιτάνιος ἀγώνας καί ἡ πολύτιμη προσφορά τους στό δοκιμαζόμενο χριστιανικό λαό τῆς περιοχῆς μας, ἄς δοῦμε, σέ σύντομη ἀναφορά, τά ἀκόλουθα θέματα:

1. Πῶς ἐξελίχθηκαν τά γεγονότα τά σχετικά μέ τήν κατάληψη τῆς Κρήτης καί τῆς Ἐπαρχίας Σητείας ἀπό τούς Τούρκους.
2. Ποιά ἦταν ἡ συμπεριφορά τῶν Τούρκων ἀπέναντι στούς Κρητικούς καί τί ἀνάγκασε πολλούς ἀπ’ αὐτούς, καί ἰδιαίτερα τούς Σκαλιῶτες, νά σχηματίσουν τίς πρῶτες ἀντάρτικες ὁμάδες τῆς περιοχῆς.
3. Πότε καί πῶς δημιουργήθηκαν τά γενιτσαρικά σώματα, ποιά ἦταν τά χαρακτηριστικά καί ἡ δράση τους, πού ἐξώθησαν ἐπίσης τούς χριστιανούς νά ἀναπτύξουν ἀνταρτική δράση.
4. Τί εἶναι γνωστό ἀπό τήν παράδοση γιά τή σφαγή τῶν Σκαλιωτῶν καί
5. Σέ ποιά περίπου χρονική περίοδο ἐντάσσεται ἡ δράση τους καί ἡ σφαγή τους, μέ δόλο, ἀπό τούς Τούρκους.

1. Τά γεγονότα τά σχετικά μέ τήν κατάληψη τῆς Κρήτης καί τῆς Ἐπαρχίας μας ἀπό τούς Τούρκους:
Ἡ Κρήτη (καί ἡ Σητεία) καταλήφθηκε ἀπό τούς Τούρκους ὕστερα ἀπό μακροχρόνιο πόλεμο ἀνάμεσα στούς Βενετούς καί στούς Τούρκους, πού ἄρχισε τό 1645 καί τελείωσε τό 1669.

Ἡ τελική προσπάθεια τῶν Τούρκων γιά τήν κατάληψη τῆς Κρήτης ἄρχισε τήν 23η Ἰουνίου 1645 μέ τήν κατάληψη τῶν Χανίων. Ἀκολούθησε ἡ κατάληψη τοῦ Ρεθύμνου, τό Νοέμβριο τοῦ 1646, καί στή συνέχεια ἡ ἐπί εἰκοσαετία (1648-1669) πολιορκία τοῦ Χάνδακα κατά τή διάρκεια τῆς ὁποίας οἱ εἰσβολεῖς ἐπιδόθηκαν μέ ἰδιαίτερη ἀγριότητα σέ ληστρικές ἐπιχειρήσεις καί σέ σύντομο χρονικό διάστημα, παρά τίς ἀπελπισμένες προσπάθειες Βενετῶν καί Ἑλλήνων νά τούς σταματήσουν, κατόρθωσαν νά ἐρημώσουν σχεδόν τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ὑπαίθρου καί νά καταλάβουν τό Ἡράκλειο, ἐνῶ παράλληλα ἄλλα τουρκικά στρατεύματα στράφηκαν κατά τῆς ὑπόλοιπης Ἀνατολικῆς Κρήτης καί τήν κατέλαβαν (ἀρχικά κατέλαβαν τό Λασίθι, στή συνέχεια τό Μεραμπέλλο καί τήν Ἱεράπετρα καί τελευταῖα τή Σητεία).

Στήν Ἐπαρχία Σητείας εἰσέβαλαν οἱ Τοῦρκοι, κατά τό 1648. Ἡ εἰσβολή στή Σητεία ἔγινε ἀπό τρία διαφορετικά σημεῖα: ἀπό τόν Περιστερά (ἤ Καθαράδες, ἀπό τό νότιο μέρος), ἀπό τόν Μπέμπονα (ἀπό τό κέντρο) καί ἀπό τή Μαλαύρα (ἀπό τό βόρειο μέρος). Ποιό ἦταν τό ἀκριβές δρομολόγιό τους γιά τή Σητεία δέν εἶναι γνωστό.

2. Ποιά ἦταν ἡ συμπεριφορά τῶν Τούρκων ἀπέναντι στούς Κρητικούς πού ἀνάγκασε πολλούς ἀπ’ αὐτούς νά σχηματίσουν τίς πρῶτες ἀντάρτικες ὁμάδες.
Ἄν ὅμως τό δρομολόγιο γιά τή Σητεία εἶναι ἄγνωστο, γνωστές ἱστορικά εἶναι οἱ βαρβαρότητες τῶν Τούρκων εἰσβολέων στή Σητεία, τήν ὁποία εἶχαν ἐγκαταλείψει οἱ περισσότεροι κάτοικοί της πού πιθανόν κατέφυγαν στά ὀχυρά φρούρια τοῦ ἐσωτερικοῦ της, τό Λιόπετρο καί τό Μόντε Φόρτε. Οἱ Τοῦρκοι τότε ἀνενόχλητοι δέν ἄφησαν τίποτε ὄρθιο στήν περιφέρεια τῆς Ἐπαρχίας. Ἡ μόνη ἀντίσταση πού συνάντησαν ἦταν ἔξω ἀπό τή Σητεία, δέν κατόρθωσαν ὅμως νά καταλάβουν τό φρούριό της πού ὑπερασπιζόταν μέ γενναιότητα ὡς φρούραρχος ὁ Γάλλος ταξίαρχος Βατάια. Ἡ πόλη ὅμως γνώρισε μεγάλη καταστροφή καί οἱ λιγοστοί κάτοικοι πού εἶχαν μείνει σ’ αὐτήν καταταλαιπωρήθηκαν.

Ἀπό τά φρούρια τῆς Σητείας, ἡ Καζάρμα διατηρήθηκε μέχρι τό 1651, ὅποτε διατάχθηκε ἡ ἐγκατάλειψη καί ἡ ἰσοπέδωσή της ἀπό τή μικρή φρουρά πού εἶχε μείνει σ’ αὐτή, κι ἔτσι τή βρῆκαν οἱ νέοι κατακτητές.

Τά φρούρια: Μόντε Φόρτε (Ἀπάνω Καστέλλι), Λιόπετρο, τῆς Γρᾶς, τῆς Βόιλας, τῆς Τουρλωτῆς καί ἄλλα μικρότερα καθώς καί ὀχυρωμένοι πύργοι φαίνεται ὅτι καταλήφθηκαν ἀπό τούς Τούρκους ὥς τίς ἀρχές τοῦ 1649.

Εἰδικότερα γιά τή συμπεριφορά τῶν Τούρκων ἀπέναντι στούς Σητειακούς ἔχουμε ἀρκετές σημαντικές μαρτυρίες:

α. Ἡ πρώτη εἶναι τοῦ Ἀθανασίου Σκληροῦ πού στό ποίημα του «Περί τοῦ Κρητικοῦ πολέμου» [στίχοι 157 καί ἑξῆς τοῦ Ε΄ μέρους], καί γιά τό συγκεκριμένο ἐπεισόδιο ἀνάμεσα στούς Τούρκους καί τούς στρατιῶτες τοῦ Βαταία, ἀναφέρει τά παρακάτω:

«Καντεῦθεν εἰσβάλλουσι χερσόνησον δέ
ἥν Ἑστίαν (= Σητείαν) ἔφημεν ὄχλον κεκλήσκειν
δηούντες, ὡς εἴθισται, χώραν καί κώμας,
μέχρι προαστείου ἤλαυνον σύδην.
Βαταίας δέ, ὧν προόπτης τῶν τῆδε,
ἐκώλυε κράτιστα καί κακῶς ἕδρα
Καί πλεῖστα πειράσαντας ὠθεῖται λάβρως»

[πού σέ ἐλεύθερη ἀπόδοση σημαίνει: «...Κι ἀπό ’κει εἰσβάλλουν στή χερσόνησο τῆς Σητείας (καί) ἐρημώνοντας, ὅπως συνήθιζαν, τόν τόπον καί τά χωριά, προχωροῦσαν μέ ὁρμή πρός τή Σητεία. Ὁ Βαταίας ὅμως πού ἦταν ὑπεύθυνος γιά τή φύλαξή της, τούς ἀντιμετώπισε μέ γενναιότητα καί τούς προξένησε μεγάλες ζημιές καί τελικά τούς ἐδίωξε μέ ὁρμή, ἄν καί προσπάθησαν πολλές φορές (νά τήν καταλάβουν)...]»

β. Τό ἴδιο γεγονός ἀφηγεῖται καί ὁ Μπουνιαλῆς στό ποίημα του «Κρητικός Πόλεμος», πού ἕνα ἀπόσπασμά του (ἀπό τό τμῆμα πού ἀναφέρεται στά γεγονότα τῆς Σητείας καί ἔχει τίτλο: «Διά τῆς Σητείας τόν χαλασμόν»), παρατίθεται:

«Κι οἱ Τοῦρκοι σ’ ὅλα τά χωργιά καί στό νησί σκορπιοῦνται,
κι ἐκάμασι πολύ κακό κι οὐδένα δέ λυποῦνται.
Τόπον, μετόχι κι ἐκκλησιά καί σπίτι δέν ἀφίνουν,
τά στάργια ἔξω ρίχνουνε, τά λάδια τους ἐχύναν.

Ὁ Γενεράλης ἔστειλε κάτεργα εἰς τήν Στείαν,
νά πάρουν ὅλο τόν λαόν, νά τήν χαλοῦν μέ βίαν.
Καί τόν Ρετούρη ἐπήρασι κι ὅλους μέ πλείσια πίκραν,
κι ἀφήκασι τά σπίτια τους τά πλούσια κι ἐδιαβῆκαν.
.......................................................................................

Εἰς τό κακόν πού πάθασιν, ὅπου τά σπίτια καίγαν,
ὅσοι κι ἄν ἤτονε ἐκεῖ ἐδέρνονταν κι ἔκλαιγαν.
Κι ἀγροίκας θρήνους ἄμετρους, δαρμούς πολλούς νά κάνουν,
τή γῆ τους νά φιλούσινε καί τά μαλλιά νά βγάνουν.
Τή χώρα νά ρημάσωσι καί τά περίχωρά της,

τά ζῶα νά σκοτώνουνε, νά κόπτουν τά δεντρά της.
Ἐδέρνουντανε διχερή κι ἔλεγαν τί θωροῦμεν;
καί ποῦ νά βροῦμε κατοικίες σάν τοῦτες νά σταθοῦμεν;...»
.

Ὅπως φαίνεται ἀπό τίς παραπάνω ποιητικές ἐπισημάνσεις, οἱ χριστιανοί τῆς Ἐπαρχίας μᾶς δεινοπάθησαν ἀπό τούς Τούρκους, ἰδίως μετά τήν ὁριστική ἀποχώρηση τῶν Βενετῶν ἀπό τή Σητεία (τό 1651).

γ. Ἀλλά καί ὁ Μουρέλλος, ἀναφερόμενος στό ἴδιο θέμα γράφει, μέ κάποια βέβαια ὑπερβολή: «οὔτε προεστῶτες ἐν αὐτῇ πρόκριτοι, οὔτε κοτζαμπάσηδες καί δημογέροντες, ἀλλά δοῦλοι καί εἵλωτες τοῦ Σουλτάνου» καί τῶν «εὐτελέστερων καί ποταποτέρων» ὑπαλλήλων του ἦσαν οἱ Ἕλληνες.

Τέλος στήν Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους τῆς Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν ἀναφέρεται ἡ ἀκόλουθη ἐπισήμανση:

«Μετά τήν ὁριστική ἐκδίωξη τῶν Βενετῶν οἱ συνθῆκες ἔγιναν δυσμενέστερες: οἱ γαῖες, τά μεγάλα κτήματα καί τά φέουδα διαμοιράστηκαν μεταξύ Τούρκων ἀξιωματούχων καί τοῦ δημοσίου. Ἡ φορολογία ἔγινε δυσβάστακτη καί μάλιστα βαρύτερη ἀπό τίς φορολογικές ὑποχρεώσεις ἄλλων τουρκοκρατούμενων περιοχῶν...».

3. Πότε καί πῶς δημιουργήθηκαν τά γενιτσαρικά σώματα καί ποιά εἶναι τά χαρακτηριστικά καί ἡ δράση τους πού ὤθησαν ἐπίσης τούς χαΐνηδες στά βουνά.
Τά γενιτσαρικά σώματα συγκροτήθηκαν, γιά πρώτη φορά τό 1327 ἀπό τό Σουλτάνο Ὀρχάν καί μόνον ἐπί τοῦ Σουλτάνου Μαχμοῦτ ἐπιτεύχθηκε τό 1826 ἡ ἐξόντωσή τους. Στήν Κρήτη, μετά τήν κατάληψή της τό 1669, ὁρίστηκαν γιά τή φρούρησή της 9 ὀρτάδες (= τάγματα) γενιτσάρων (5 στή διοικητική περιφέρεια τοῦ Χάνδακα, 3 στά Χανιά καί 1 στό Ρέθυμνο). Ἡ Ἐπαρχία Σητείας, πού ὑπαγόταν διοικητικά στήν περιφέρεια τοῦ Χάνδακα, εἶναι πιθανό, κατά τόν Ἀγγελάκη, νά εἶχε μιά ὀρτά γενιτσάρων.

Ἡ ὑποψία αὐτή τοῦ Ἀγγελάκη ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τήν ἀναφορά τοῦ Ὀθωμανοῦ Ἐβλιᾶ Τσελεμπί, πού περιηγήθηκε τήν Κρήτη κατά τά ἔτη 1668-1671, σύμφωνα μέ τήν ὁποία, μετά τήν κατάκτηση τοῦ φρουρίου τῆς Σητείας, μέ διαταγή τοῦ πορθητῆ τοῦ Χάνδακα, Φασίλ Ἀχμέτ Πασᾶ, ὁ Ἀγκεμπούτ Ἀχμέτ Πασᾶς ἀνέλαβε τήν ἐπισκευή τοῦ κάστρου τῆς Σητείας κι ὅλων τῶν 260 καστελλιῶν τοῦ νησιοῦ. Ὁ ἴδιος περιηγητής προσθέτει τήν πληροφορία ὅτι τοποθετήθηκαν στό κάστρο τῆς Σητείας ἀπό ἕνας ὀντάς (=σταθμός, τμῆμα) γενιτσάρων, ὁπλουργῶν καί κανονιοβολιστῶν καί σπαχῆδες (= ἔφιπποι στρατιωτικοί ἀξιωματοῦχοι) ἐλαιώνων ἑνός σαντζακιοῦ» (Σαντζάκι= ὑποδιαίρεση τοῦ ἐγιαλετίου, μέ ἔκταση μεγαλύτερη, συνήθως, ἀπό τήν ἔκταση τῶν σημερινῶν νομῶν τῆς χώρας).

Οἱ γενίτσαροι καί οἱ σπαχῆδες ὅμως αὐτοί, ἀφοῦ κατανεμήθηκαν σέ διάφορα μεγάλα χωριά μέ ἀρχηγό κάποιον τιμαριοῦχο ἀπ’ αὐτά, ἀντί νά τηροῦν τήν τάξη καί νά προστατεύουν τόν κόσμο ἀπό τούς κάθε λογῆς κακοποιούς, ἐπιδίδονταν μέ μανία στή διαρπαγή τῶν περιουσιῶν τῶν χριστιανῶν, στήν ἀτίμωση τῶν γυναικῶν τους, στή θανάτωση ὅσων ἀντιστέκονταν καί σέ κάθε ἄλλης μορφῆς βαρβαρότητα. Ἀποτέλεσμα τῆς ἀποτρόπαιας δράσης τους αὐτῆς ἦταν ἡ συνεχής ἐλάττωση τοῦ πληθυσμοῦ, κυρίως ὅμως ὁ ἑκούσιος ἐξισλαμισμός τῶν χριστιανῶν, γιά νά γλιτώσουν ἀπό τά βασανιστήρια καί τά ἄλλα κακά, ὅπως γράφει ὁ Γάλλος περιηγητής Pouqueville.

Πρέπει ἀκόμη νά λεχθεῖ ὅτι ἡ δράση τῶν γενιτσάρων, ἰδιαίτερα στήν Κρήτη, ἦταν τόσο ἔντονα προκλητική, ὥστε φόβιζε ὄχι μόνο τούς χριστιανούς, ἀλλά καί τούς ἴδιους τούς Τούρκους καί, κυρίως, τίς σουλτανικές ἀρχές πού μάταια μάχονταν νά τούς ἐλέγξουν. Τόσο οἱ αὐτοκρατορικοί, ὅσο καί οἱ ντόπιοι γενίτσαροι τῆς Κρήτης, ἦταν ἐντελῶς ἀνυπάκοοι καί δέν ἀνέχονταν κανένα περιορισμό, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἱστορικός Θεοχάρης Δετοράκης:

«Περιφρονοῦσαν καί καταπατοῦσαν καί αὐτά ἀκόμη τά σουλτανικά διατάγματα... Ὁ μόνος νόμος, γι’ αὐτούς, ἦταν ἡ θέληση καί οἱ ἄνομες ἐπιθυμίες τους. Σέ τέτοια μάλιστα ἀχαλίνωτη ἀσυδοσία εἶχαν περιέλθει οἱ «ξεκουκούλωτοι», ὅπως ὀνομάζονταν οἱ γενίτσαροι τῆς Κρήτης, πού συχνά ἀπειλοῦσαν καί τήν ἴδια τή ζωή τῶν πασάδων. Τό 1690, π.χ., δέν δίστασαν νά σφάξουν τόν πασά τῶν Χανίων, τόν Σουφικλαίρ, καί νά ρίξουν τό πτῶμα του στά σκυλιά, γιατί ἐπιχείρησε νά περιορίσει τίς ἐλευθερίες τους... Ἡ κατάσταση ἔγινε ἀφόρητη μετά τό 1750...».

Ἡ ἀλλοπρόσαλλη καί ἐξοντωτική αὐτή τακτική τῶν γενιτσάρων κατά τῶν χριστιανῶν τῆς περιοχῆς εἶχε ὡς συνέπεια τόσο τίς ὁμαδικές ἐξωμοσίες, ὅπως π.χ. στούς Βαβέλους, στή Δάφνη, στό Λαμνώνι, στή Ζάκκαθο, στόν Κατελιώνα καί πιθανῶς καί σ’ ἄλλα χωριά, ὅσο καί τή δημιουργία τῶν πρώτων χριστιανῶν ἀντάρων πού ἔβγαιναν στά βουνά, μή ἀνεχόμενοι τίς καταπιέσεις καί τίς αὐθαιρεσίες τους. Οἱ Τοῦρκοι ὀνόμασαν τούς ἀντάρτες αὐτούς Χαΐνηδες (= ἀποστάτες).

Κάτω ἀπό αὐτές τίς ἰδιαίτερα ἐπικίνδυνες γιά τή ζωή τους συνθῆκες οἱ ἡρωικοί Σκαλιῶτες, μέ ἀρετή καί τόλμη, κατά τόν ποιητή, «ὅρισαν στή ζωή τους νά φυλάγουν Θερμοπύλες».

4. Τί εἶναι γνωστό ἀπό τήν παράδοση γιά τή σφαγή τῶν Σκαλιωτῶν;
Ἀπό ντόπιες πηγές καί συγκεκριμένα, κατά τήν ἀφήγηση τοῦ Ἰωάννου Γ. Δασκαλάκη ἀπό τή Ζάκρο, ἀγραμμάτου, ἐτῶν 90 τό 1972, ὁπότε τήν κατέγραψα καθ’ ὑπαγόρευσή του, τά συμβάντα τά σχετικά μέ τά Σκαλιά ἔχουν ὡς ἑξῆς:

«Κοντά μία ᾽μιση ὥρα δρόμο ἀπό τή Ζάκρο εἶναι τά Σκαλιά. Ἐκειά ζούσανε τότες ἄ σαράντα παληκάρια πού τά κυνηγούσανε οἱ Τοῦρκοι νά τά σκοτώσουνε, γιατί τῶς ἐκάνανε μεγάλες ζημιές, μά δέν ἐμπορούσανε, ὅσα γιουρούσια κι ἄν ἐκάνανε.

Σάν εἴδανε κι ἀπόδανε, ἐζητήξανε βοήθεια ἀπό τό Σουλτάνο καί αὐτός ἤστειλε ὀρντούς μέ καράβια κι ἐβγήκανε ἀπό ’τά ’πού τό γιαλό, ἀπού τήν Κάτω Ζάκρο κι ἤτυχε ὁ Κρουσταλλιώτης ἐκειά -πού ’χε κειά ὀζά- καί τόν εἴδανε, ὄντον ἀράξανε τά καράβια καί τόν ἐπιάσανε καί τοῦ ’πανε:

-«Κατέχεις νά μᾶς-ε πᾶς στά Σκαλιά, ’ποῦ ’ναι τά παληκάρια; ἀλλιῶς σέ σφάζομε».
Αὐτός ἐσκέφτουντονε -ἤτονε κι αὐτός ἀπού τά Σκαλιά- καί λέει:
-«Ἐπαέ δά σφάξουνε τά παλληκάρια» καί τῶς-ε λέει:
-«Ἔ, κατέχω, μέσες ἄκρες κατέχω».
«Μά δέν τσί πήγαινε τό δρόμο-δρόμο, μόνο τῶς ἤδινε μία πέρα μία πῶδε, γιά νά περάσει ἡ γι-ὥρα καί νά νυχτιάσει καί τσί ξεθέωσε στήν κούραση καί νυχτιασμένα μπλιό τσί πάει στόν Μαῦρο Κάμπο» καί τοτες-ά τῶς-ε λέει:
-«Ὀρέ παιδιά, ἔχει ἀκόμη νύχτα πολλή κι ἄλλο τόσον-α δρόμο κι ἐγώ ’μαστανε κουρασμένοι, μόνο νά κάτσωμε ἐπαέ μιαολιά νά ξεκουραστούμενε».
«Κι αὐτοί ’τανε τοσον-ά ταλαπωδαρμένοι, πού θέκανε οἱ κακόμοιροι κι ἀποκοιμηθήκανε ντελόγω, μά πιά πρώτας τόν ἐβάλανε στή μέση καί τοῦ βγάλανε τήν καλλίκωση, γιά νά μήν τῶςε φύγει».
«Σάν ἐκοιμηθήκανε, παίρνει αὐτός ἀπάνω ἀγάλια ἀγάλια, νά μήν τοῦ ’κούσουνε οἱ Τοῦρκοι καί φτάνει στά Σκαλιά. Οἱ Σκαλιῶτες πού βλέπανε σκοπιά τοῦ λένε:
-«Ποιός εἶσαι μωρέ;» καί λέει ντως:
-«Ἐγώ, ὁ τάδες, κακόμοιροι, μόνο μή μιλεῖτε, ἐτσέ κι ἐτσέ τρέχει κι εἶναι στόν τάδε τόπο κι ἐκοιμηθήκανε κι ἐγώ ’ρθα νά σᾶς σέ πῶ, γιατί μέ πήρανε μέ τό ζόρε».
«Καί παίρνουνε κάτω σιγά-σιγά τά σαράντα παλληκάρια καί τσί βρίσκουνε κι ἐκοιμοῦντονε καί τσί πιάνουνε ἕνα-ἕνα καί τσί σφάζουνε -γιά ’κειονά τό Μαῦρο Κάμπο τόν-ε λένε καί στοῦ Τούρκου τήν Κομμάτα- καί στήν ὑστεργιά ἀφίνουνε ἕνα ζωντανό, τοῦ κόψανε τ’ αὐτιά κι ἀπόι τοῦ λένε:
-«Πῆνε νά πᾶ τό πεῖς στσι γι-ἐδικούς σου».
«Μετά λίγο καιρό ὅμως, ἀπού τό σκοτωμό τῶν Τουρκῶ -μετά τρία χρόνια πιστεύω- ἐσκοτώσανε μέ προδοσά οἱ Τοῦρκοι τσί Σκαλιῶτες: Λένε στόν παπά τσῆ Ζῆρος:
-«Πόσο νά σοῦ δώσομε νά πᾶ’ νά μᾶς-ε φέρεις τά Σκαλιώτικα παλληκάρια νά τά σφάξουμε; - δά πεῖς πώς δά τά μεταλάβεις».
Καί πάει ὁ παπάς καί λέει ντως:
-«Νά ’ρθῆτε, παιδιά μου, στή Ζῆρο, στήν Ἁγία Παρασκῆ, δά κάμω προσφορίδι, νά σᾶς-ε μεταλάβω, γιατί ’χετε πολλά κρίματα».
«Τά παλληκάρια ξεγελαστήκανε καί τόν ἐπιστέψανε καί πᾶνε ἁρματωμένοι καί μπαίνουνε στήν ἐκκλησά καί λέει ντῶς ὁ παπάς:
-«Παιδιά μου, δέν εἶναι πρεπό νά ’χετε τουφέκια μέσα στό μοναστήρι, μόνο νά τ’ ἀφήσετε ἀπ’ ὄξω».
«Κι ἀφίνουνε, λοιπόν, ὄξω τά τουφέκια τά παλληκάρια καί μπαίνουνε στό μοναστήρι. Σέ λίγο ἔρχονται οἱ Τοῦρκοι - κατά πώς ἤτονε συνεννοημένοι μέ τόν παπά -καί πιάνουνε τήν πόρτα κι ἐπαίρνανε ἕνα-ἕνα τά παλληκάρια καί τά σφάξανε ὅλα -κι ἀκόμη φαίνουνται τά κόκκαλά τους στήν Ἁγιά Παρασκή τσῆ Ζῆρος- καί τό αἷμα ντως ἤφταξε ἴσαμε τή λίμνη».
«Σάν ἐσφάξανε τσοί Σκαλιῶτες οἱ Τοῦρκοι, εἴπανε στόν παπά:
-«Νά πᾶ’ νά φέρεις κλαδιά, γιατί ’χομε νά κάνομε πολύ ζυμωτό».
«Ὁ παπάς, λοιπόν, ἐπῆγε -δέν ἐμπόρειε νά κάμει κι ἀλλιῶς- κι ἤφερε μίαν ἀγκαλιά κλαδιά, μά φανήκανε λίγα στσι Τούρκους καί τόν-ε ξαναστείλανε. Σάν τά ’φερε, τόν ἐβάλανε οἱ Τοῦρκοι κι ἦψε ὁ γ-ἴδιος τό φοῦρνο. Σάν ἤτονε ἕτοιμος ὁ φοῦρνος ‘‘γιά τό ψωμί’’, εἰδοποιήσανε τόν πασά κι αὐτός ἐδιάταξε κι ἐπετάξανε μέσα τόν παπά καί τόν ἐκάψανε ζωντανό, γιατί συλλοϊστήκανε πώς ‘‘ἄνθρωπος πού προδώνει τσί γι᾽ ἐδικούς του, δέ θά προδώσει καί τσ’ ἴδιους;’’».

Αὐτά ἀναφέρονται στήν παράδοση, σχετικά μέ τήν προδοσία τῶν Σκαλιωτῶν, κρίνεται ὅμως σκόπιμο στό σημεῖο αὐτό νά τονιστεῖ ὅτι ὁ Μουρέλλος δέν δέχεται τήν ἄποψη ὅτι βρέθηκε Ἕλληνας ὀρθόδοξος ἱερέας πού νά πρόδωσε ὁμόθρησκούς του ἔναντι κάποιου χρηματικοῦ ἀνταλλάγματος, ἀλλά θεωρεῖ ὅτι αὐτόβουλα οἱ Σκαλιῶτες, καί ἀπό σεβασμό πρός τόν ἱερό χῶρο τῆς ἐκκλησίας, ἄφησαν τόν ὁπλισμό τους ἔξω ἀπ’ αὐτήν, ὅταν πῆγαν νά κοινωνήσουν, ὅπως ἀναφέρει ἡ παράδοση.

5. Σέ ποιά, περίπου, χρονική περίοδο ἐντάσσεται ἡ δράση τῶν Σκαλιωτῶν χαΐνηδων
Συγκεκριμένα καί ἀκριβῆ ἱστορικά στοιχεῖα γιά τό θέμα, ὅπως ἀναφέρθηκε, δέν ὑπάρχουν. Ὅσοι ἀσχολήθηκαν μέ τό θέμα βασίζουν τίς πληροφορίες τους κυρίως στή στοματική παράδοση.

Ἔτσι: Ἐνῶ ὁ Μουρέλλος, γράφει ὅτι οἱ Σκαλιῶτες «ἦταν οἱ πρῶτοι ὀργανωμένοι ἀντάρτες στήν τουρκική τυραννία σ’ ὅλη τήν Ἑλλάδα, γιατί ὑπολογίζεται ὅτι ἡ δράση τους σημειώθηκε κατά τό 1710 καί ὁπωσδήποτε πρίν ἀπό τό 1770», σπεύδει νά συμπληρώσει: «ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ὅτι, κι ἄν ἔγιναν ἐπαναστάσεις, κανένα ἱστορικό σημείωμα ἤ χρονικό δέν μᾶς τίς καθόρισε...».

Ὁ Θεοχ. Δετοράκης ἀναφερόμενος στούς χαΐνηδες, γενικά, τοποθετεῖ τή δράση τους πρίν ἀπό τήν ἐπανάσταση τοῦ Δασκαλογιάννη τοῦ 1770.

Ὁ Ἐμμ. Ἀγγελάκης θεωρεῖ ὡς πιθανότερο χρόνο τήν περίοδο τῶν ἐτῶν 1692-1715.

Ὁ Μιχ. Καταπότης τοποθετεῖ τή σφαγή τῶν Σκαλιωτῶν στήν περίοδο τῆς καθόδου τοῦ Ὀσμᾶν Πασᾶ στήν Κρήτη (1812): «ὅτε οἱ χριστιανοί ἀνεθάρρησαν μέ τήν δικαίαν καί ἀμερόληπτον διοίκησιν τοῦ Γενικοῦ τούτου Διοικητοῦ καί ὅστις, διά νά πατάξει τόν ἐν Κρήτῃ γενιτσαρισμόν..., ἐχρησιμοποίησεν, ὡς λέγεται, καί πολλούς χριστιανούς πρός τοῦτο. Μετά δέ τήν ἀνάκλησίν του ἐκ Κρήτης ὑπό τοῦ Σουλτάνου θά ἔλαβε πιθανότα χώραν ἡ διά προδοσίας σφαγή (τῶν Σκαλιωτῶν)».

Ὁ Ν. Ἰ. Παπαδάκης, ὁ ἐκδότης ποιήματος ἀνωνύμου Σητειακοῦ ποιητῆ (σήμερα θεωρεῖται ὅτι τό συνέθεσε ὁ ἴδιος) μέ τίτλο «Αἱ σφαγαί τῆς Σητείας», τοποθετεῖ τό γεγονός τῆς σφαγῆς τῶν Σκαλιωτῶν στό 1821 ἤ λίγο νωρίτερα. Ἀναφέρει συγκεκριμένα: 

«... Πολλά ’σανε κι αὐτοί κακοί, πολλά ’χαν καμωμένα,
πολλές φορές τῶ χριστιανῶ καί στά εἴκοσι ἕνα
Σκαλιῶτες σ’ Ἁγιά Παρασκή ’βδομηνταδυό σκοτώσα,
τσί βρήκανε στήν ἐκκλησά κι ἐκειά τσί θανατώσα...»

Ὅπως ἔγινε ἀντιληπτό ἀπό τά παραπάνω, συγκεκριμένη καί ἱστορικά ἀκριβής χρονολογία δέν ὑπάρχει. Πιό κοντά στήν ἀλήθεια φαίνεται νά εἶναι οἱ: Μουρέλλος, Ἀγγελάκης καί ὁ πληροφοριοδότης μου Ἰωάννης Γ. Δασκαλάκης, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ παραπάνω ἀφήγηση γιά τή σφαγή τῶν Σκαλιωτῶν τήν ὁποία τοποθετεῖ στό 1755.

Οἱ λόγοι πού ὁδηγοῦν στήν πιθανότητα νά εἶναι αὐτοί πιό κοντά στήν ἀλήθεια εἶναι οἱ ἀκόλουθοι:
α. Τά Σκαλιά ἀναφέρονται μέ τό ὄνομα Scalgia στή στατιστική ἔκθεση τοῦ Ἐνετοῦ Καστροφύλακα τῶν ἐτῶν 1579-1583 καί μέ 162 κατοίκους.
β. Ἀναφέρονται ἐπίσης μέ τό ὄνομα Iscalia καί μέ συνολικό πληθυσμό 25 ἀτόμων (ὅπως παρατηροῦμε, ὁ πληθυσμός τοῦ χωριοῦ εἶχε μειωθεῖ σημαντικά) στήν ἀπογραφή τῆς Ὑποδιοικήσεως Σητείας τοῦ ἔτους 1671 ποῦ ἔγινε κατά διαταγή τοῦ Μεγάλου Βεζύρη καί πορθητῆ τῆς Κρήτης Ἀχμέτ Πασᾶ Κιοπρουλῆ.
γ. Ἀναφέρονται ἀκόμη σέ τρία διαφορετικά ἔγγραφα τοῦ Τουρκικοῦ Ἀρχείου Ἡρακλείου τῶν ἐτῶν 1686 καί 1688 τά ὁποία μιλοῦν γιά ἀνάληψη συγκεκριμένων ὑποχρεώσεων τῶν κατοίκων τούς ἀπέναντι στήν Τουρκική Διοίκηση Ἡρακλείου (στόν Ἀχμέτ Πασά).
δ. Δέν ἀναφέρονται ὅμως στήν ἀπογραφή τοῦ 1881 ἐπί Φωτιάδη πασά, ἄρα τό χωριό πιθανῶς εἶχε καταστραφεῖ, ἀσφαλῶς λίγο μετά τό 1688 καί ὁπωσδήποτε πρίν ἀπό τό 1881.
ε. Ὁ παραπάνω πληροφοριοδότης μου Ἰωάννης Γ. Δασκαλάκης σέ σχετική ἐρώτησή μου γιά τό χρόνο τῶν γεγονότων ἀπάντησε: «ἀπ’ ὅτι λέγαν οἱ παλιοί, πρέπει νά γίνηκε στά ’55 (καί διευκρίνησε στά 1755)».
στ. Στά ἴδια χρονικά πλαίσια ὁδηγούμαστε καί ἀπό τή μαρτυρία ἄλλου πληροφοριοδότη μου, τοῦ Σταύρου Ἐμμ. Σπυριδάκη, ἀπό τή Σίτανο, ἐτῶν 52 τό 1971, βασισμένη σέ μίαν ἄλλη ἐκδοχή τῆς παράδοσης γιά τή σφαγή τῶν Σκαλιωτῶν:

Σύμφωνα, λουτόν, μέ τή δεύτερη αὐτή ἐκδοχή, ἕνα ἀπό τά παλληκάρια πού ἦταν κλεισμένα στήν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ὅταν ἦρθαν οἱ Τοῦρκοι καί ἄρχισαν τή σφαγή, κατόρθωσε, ἀφοῦ «σέλλωσε (= λύγισε) τά τρία παράλληλα πρός τό θόλο σίδερα τοῦ μικροῦ παραθύρου τῆς ἐκκλησίας, καί πετάχτηκε ὄξω καί τρέχοντας σώθηκε». Κατά τήν ἴδια παράδοση ὀνομαζόταν Σκαλιωτογιάννης καί ἦταν τόσο δυνατός πού «μέ μία γροθιά σκότωσε 15 Τούρκους πού χύμηξαν νά τόν σκοτώσουν ὄντον ἤβγαινε ἀπού τό παραθύρυ».

Ὁ παραπάνω, λοιπόν, Σταῦρος Σπυριδάκης, ἦταν -κατά δήλωσή του- ἀπόγονός του Σκαλιωτογιάννη, ἀπό τήν προγιαγιά του καί κόρη τοῦ Σκαλιωτογιάννη.

Ἄς παρακολουθήσουμε τό γενεαλογικό δέντρο καί τό σκεπτικό του παραπάνω πληροφοριοδότη μου, πού παρατίθεται βέβαια μέ κάθε ἐπιφύλαξη:

Πληροφοριοδότης: Σταῦρος Σπυριδάκης.
Πατέρας του: Ἐμμαν. Σπυριδάκης.
Παππούς του: Γιάννης Σπυριδάκης, γιός τοῦ Σπυρίδου Βιολιδάκη καί τῆς κόρης τοῦ Σκαλιωτογιάννη.
Θεῖος του: Ἀντώνης Σπυριδάκης, δεύτερος γιός τοῦ Σπυρίδου Βιολιδάκη καί τῆς κόρης τοῦ Σκαλιωτογιάννη.

Ἡ ἀλλαγή τοῦ ἐπωνύμου ἀπό Βιολιδάκης σέ Σπυριδάκης ἀποδίδεται ἀπό τόν πληροφοριοδότη μου στή συχνή χρήση τῆς φράσης «τοῦ Σπυρίδου [Βιολιδάκη] τά παιδιά, τοῦ Σπυρίδου τά παιδιά, τοῦ Σπυριδάκη τά παιδιά, Σπυριδάκηδες».

Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τή μαρτυρία τοῦ πληροφοριοδότη μου:
-Ὁ ἀδελφός του παπποῦ του καί θεῖος τοῦ ἴδιου, Ἀντώνης Σπυριδάκης εἶχε πεθάνει τό 1955 σέ ἡλικία 110 ἐτῶν (ἄρα γεννήθηκε τό 1845).
-Ὁ παπποῦς του, λοιπόν, Γιάννης Σπυριδάκης, εἶχε ἀκούσει ἀπό τόν πατέρα του, Σπυρίδο Βιολιδάκη (σύζυγο τῆς κόρης τοῦ Σκαλιοτογιάννη), τά σχετικά μέ τή σφαγή τῶν Σκαλιωτῶν καί τά μετέφερε στόν πατέρα τοῦ πληροφοριοδότη μου, Μανώλη Σπυριδάκη ἀπό τόν ὁποῖο τά ἔμαθε καί ὁ ἴδιος (ὁ πληροφοριοδότης μου).
-Ἄν ὑποθέσουμε, λοιπόν, ὅτι καί ὁ Σπυρίδος Βιολιδάκης, γαμπρός τοῦ Σκαλιωτογιάννη, εἶχε ζήσει περίπου 80-90 χρόνια (ἄρα εἶχε γεννηθεῖ γύρω στό 1735-1745), κι ἀκόμη, ἄν ὑποθέσουμε ὅτι ὁ διασωθείς δέν πρέπει νά παντρεύτηκε ἀμέσως μετά τή σωτηρία του, γιατί θά τόν κυνηγοῦσαν οἱ Τοῦρκοι νά τόν σκοτώσουν, καταλήγουμε στά ἴδια περίπου χρονικά περιθώρια πού ὑποστηρίζουν οἱ Μουρέλλος καί Ἀγγελάκης.

ε. Δέν φαίνεται πιθανή ἡ ἄποψη ὅτι ἡ σφαγή τῶν Σκαλιωτῶν εἶχε λάβει χώρα τό 1821, ὅπως ὑποστηρίζουν μερικοί, γιατί ἡ χρονολογία αὐτή εἶναι πολύ κοντινή καί κάποιοι, τουλάχιστον οἱ γεροντότεροι, κάτι θά εἶχαν ἀκούσει ἀπό τούς παλαιότερους, πρᾶγμα ὅμως πού οὐδείς κάτοικος τῆς περιοχῆς ἐπιβεβαιώνει.

Ὅταν γιά πρώτη φορά τό 1971 ἀσχολήθηκα μέ τό θέμα τῶν Σκαλιωτῶν, εἶχα σημειώσει στό τέλος τῆς σχετικῆς μελέτης μου πού εἶχε δημοσιευθεῖ στό περιοδικό «Ἀμάλθεια» τό 1972, τίς ἀκόλουθες σκέψεις:
Μιά καί οἱ Σκαλιῶτες ἀναδείχθηκαν μέ τή γενναιότα τους ἄξιοι τῆς πατρίδας, ἡ πατρίδα, διά τῶν τοπικῶν ἀρχῶν, ὄφειλε νά τούς ἀποδώσει τήν πρέπουσα τιμή, ἔστω μέ μία ἐτήσια ἐπιμνημόσυνη δέηση στήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, πού βρίσκεται στά Σκαλιά, τήν 23η Ἀπριλίου, ἡμέρα γιορτῆς τοῦ Ἁγίου, ἀφοῦ ἔτσι κι ἀλλιῶς δέν εἶναι γνωστή ἡ ἀκριβής ἡμερομηνία τῆς θυσίας τους. Κι ἀκόμη νά μεριμνήσει νά κατασκευαστεῖ ἕνα ὀστεοφυλάκιο στήν Ἁγία Παρασκευή τῆς Ζήρου, ὅπου νά τοποθετηθοῦν τά ὀστᾶ τῶν σφαγιασθέντων, πού -κατά δήλωση, τότε, τῶν κατοίκων τοῦ χωριοῦ, ἀλλά καί τοῦ τότε ἱερέως- τά περισσότερα διαλύθηκαν λόγω τῆς ὑγρασίας ἤ χάθηκαν λόγω μή καλῆς φύλαξής τους.

Ἀπ’ ὅ,τι πληροφοροῦμαι μέ ἱκανοποίηση τά τελευταία χρόνια στό χῶρο τῶν Σκαλιῶν, μέ ἀξιέπαινη μάλιστα ἰδιωτική πρωτοβουλία, ἀλλά καί μέ τήν πρωτοβουλία τοῦ Δήμου Ἰτάνου, τιμᾶται, μέ ἐπιμνημόσυνη δέηση καί κατάθεση στεφανιῶν στό λιτό μνημεῖο πού ὑπάρχει ἐκεῖ, ἡ μνήμη τῶν ἡρωικῶν Σκαλιωτῶν.

Παράλληλα, στήν Ἁγία Παρασκευή τῆς Ζήρου, καί σέ ἐτήσια βάση, μέ τήν πρωτοβουλία τοῦ Πολιτιστικοῦ Συλλόγου τῆς περιοχῆς, πραγματοποιοῦνται ἀνάλογες ἐκδηλώσεις πρός τιμήν τους.
Τόσο οἱ παραπάνω ἐκδηλώσεις, ὅσο καί ἡ σημερινή δείχνουν ὅτι ὑπάρχουν ἀκόμη ἄνθρωποι πού σέβονται τήν παράδοση καί τούς ἀγῶνες τῶν προγόνων μας κι ἀκόμη ὅτι τιμοῦν ὄχι μόνο τούς συγκεκριμένους ἥρωες, ἀλλά καί τούς παραπάνω διοργανωτές, παλαιότερους καί σημερινούς, γιατί ἔκαναν καί κάνουν πράξη τήν παρότρυνση τοῦ Θουκυδίδη: «Ἀνδρῶν ἀγαθῶν, ἔργῳ γενομένων, ἔργῳ καί δηλοῦσθαι τάς τιμᾶς...», δηλ. σέ ἄνδρες πού μέ πράξεις ἀναδείχτηκαν γενναῖοι, μέ πράξεις πρέπει νά ἀποδίδονται καί οἱ τιμές.


*Ὁμιλία τοῦ κ. μακαριστοῦ φιλολόγου Ἐμμανουήλ Κουτσαντωνάκη πού ἐκφωνήθηκε, στίς 21 Αὐγούστου 2004, κατά τήν τελετή μνήμη τῶν Σκαλιωτῶν Ἐθνομαρτύρων, στή Σίτανο Σητείας.

Τό ἄρθρο δημοσιεύθηκε στό περιοδικό τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἱεραπύτνης καί Σητείας «Ἄγκυρα Ἐλπίδος», τεῦχος 47, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2008, σελ. 47-53 καί μπορεῖτε νά τό δεῖτε ἐδῶ: ΑΓΚΥΡΑ ΕΛΠΙΔΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 47