Απαγχονισμός Γρηγορίου Ε΄  Σφαγές Κωνσταντινουπόλεως και Σμύρνης.

Απαγχονισμός Γρηγορίου Ε΄  Σφαγές Κωνσταντινουπόλεως και Σμύρνης.
Ημερομηνία δημοσίευσης 13.09.2021

    Ο Γρηγόριος γεννήθηκε το 1751 στη Δημητσάνα από φτωχή οικογένεια. Το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος Αγγελόπουλος. Έμαθε τα πρώτα του γράμματα στη Δημητσάνα. Συμπλήρωσε τη σχολική του μόρφωση στην Αθήνα με δάσκαλό τον περίφημο Δημήτριο Βόδα.
    Το 1793 πήγε στη Σμύρνη όπου έμενε ο συγγενής του ιερομόναχος Άνθιμος. Γράφτηκε στην Ευαγγελική Σχολή, όπου διέπρεψε ως σπουδαστής. Για να διευρύνει τη μάθησή του πήγε στη Πάτμο όπου υπήρχε παλαιά βιβλιοθήκη και Σχολή. Επιστρέφοντας στη Σμύρνη η πνευματική του υπεροχή προκάλεσε το ενδιαφέρον του Μητροπολίτη Προκοπίου.
    Σύντομα ο Γεώργιος Αγγελόπουλος χειροτονήθηκε λαμβάνοντας το όνομα Γρηγόριος. Αρχικά διάκος και αργότερα πρωτοσύγγελος του Προκοπίου. Το 1782 στην απλή ελληνική μετέφρασε τους περί ιεροσύνης λόγους του Χρυσοστόμου που τυπώθηκαν στη Βενετία.
    Όταν το 1784 ο Προκόπιος έγινε Πατριάρχης, υπέδειξε ως αντικαταστάτη του στη Μητρόπολη Σμύρνης τον Γρηγόριο και η Σμύρνη βρήκε τον ιεράρχη της.
    Ο Γρηγόριος ενίσχυσε την Ευαγγελική Σχολή, άσκησε την φιλανθρωπία με το χριστιανικότερο τρόπο. Βοήθησε τους από την Ελλάδα ερχόμενους ομογενείς στη Σμύρνη, για να αποφύγουν τις τοπικές διώξεις. Κατόρθωσε να απαλλάξει τους κληρικούς από τον κεφαλικό φόρο. Τους χρόνους εκείνους οι Τούρκοι εισπράκτορες φόρων, συνελάμβαναν όποιους δεν είχαν να πληρώσουν και δεμένους τους μετέφεραν στις φυλακές. Όταν δε, συνελάμβαναν παπάδες, δεμένους τους διαπόμπευαν μέσω των δρόμων και αυτή η διαπόμπευση αντανακλούσε στο Έθνος, αφού οι Έλληνες ιερείς ήταν οι επίσημοι εκπρόσωποι της εθνικής ενότητας.
    Κάποτε μεταξύ των Ελλήνων της Σμύρνης είχαν προκύψει ζωηρές διαφορές επί κοινοτικών ζητημάτων, προκαλούμενες από συγκρουόμενες φιλοδοξίες και από ανταγωνισμούς συμφερόντων, οι οποίες διαίρεσαν τους Σμυρνιούς σε δύο ομάδες. Προσπαθώντας η κάθε ομάδα να προσεταιρισθεί τον Μητροπολίτη Γρηγόριο, ο οποίος συντάχθηκε με τη μία ομάδα, έχοντας πεισθεί για το δίκιο της, χύνοντας όμως λάδι στη φωτιά. Η άλλη ομάδα εξεγέρθηκε, φωνάζοντας ότι ο Μητροπολίτης μεροληπτεί.
    Εκ των υστέρων ο Γρηγόριος αναγνώρισε το σφάλμα του να συνταχθεί με την μια ομάδα, έστω και αν είχε δίκιο, ενώ η αποστολή του ήταν να συνδιαλλάσσει, να κρατεί ενωμένους τους Έλληνες. Και τότε η Σμύρνη είδε τον Μητροπολίτη με τα άμφια στην Ωραία Πύλη, γονυπετή να ζητά συγνώμη από το ποίμνιόν του για την απόφασή του να ταχθεί υπέρ της μιας ομάδας, εξορκίζοντας τους Σμυρνιούς να ομονοήσουν.
    Οι εκκλησιαζόμενοι συγκινήθηκαν, δάκρυσαν προ της αυτοταπεινώσεως του Μητροπολίτη τους. Οι διαμαχόμενοι ηρέμησαν. Η γαλήνη είχε αποκατασταθεί. Η με χριστιανική συνείδηση αυτή πράξη του Γρηγορίου είχε και πολιτικά χαρακτηριστικά. Η φήμη της διοικητικής του ικανότητας και των αρετών του πέρασε τα όρια της μητροπολιτικής του περιοχής.
    Το 1798 μετά το θάνατο του Πατριάρχου Γερασίμου, παμψηφεί η Ιερά Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως, λαϊκοί και κληρικοί εκλέκτορες, τον εξέλεξαν για τον Οικουμενικό θρόνο.
    Σαράντα επτά ετών ο Γρηγόριος Ε΄ με επιβλητική ιερατική εμφάνιση, ψηλός, στεγνός, με μεταλλική φωνή ικανή να παρασύρει τον ακούοντα, με ποιμαντορική ικανότητα. Σε επικοινωνία με τους σημαντικότερους Έλληνες της εποχής, με πείρα επί των Τούρκων, με πολιτική ευστροφία, ήταν ο καταλληλότερος για τον Οικουμενικό θρόνο, την κρίσιμη εκείνη εποχή.
    Το 1798, την εποχή αναστατώσεως όλης της Ευρώπης, και της ανησυχίας όλων των λαών, οι Έλληνες είχαν ανάγκη ικανού Εθνάρχου. Όταν οι Δυνάμεις Ρωσία, Αγγλία, Γαλλία, Αυστρία, προσδοκούσαν στο διαμελισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
    Ο Γρηγόριος Ε΄ με την ανάληψη της Πατριαρχίας άρχισε την εθνική του δράση.
    Απέτρεψε τις ύποπτες αποστασίες στις ελληνικές επαρχίες, υποκινούμενες από τον Βοναπάρτη Ναπολέοντας και τον Αλή Πασά, δια πυρός και σιδήρου να περάσουν η Ρούμελη, η Δυτική Ελλάδα υπό Γαλλική κυριαρχία, χωρίς οι Τούρκοι να μένουν απαθείς.
    Ο νέος Πατριάρχης πέτυχε την άδεια λειτουργίας τυπογραφείου στα Πατριαρχεία. Κατόρθωσε να δοθούν από την Πύλη περισσότερα δικαιώματα στην εκκλησία και προσπάθησε να καταστήσει τον κλήρο άξιο της αποστολής του.
    Έως τότε οι περισσότεροι αρχιερείς, προφασιζόμενοι ότι ήταν συνοδικοί, είτε έχοντες ανάγκη άμεσης επικοινωνίας με το Πατριαρχείο, παρέμεναν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Πατριάρχης άφησε μόνο τους υπέργηρους στέλνοντας τους υπόλοιπους στις περιοχές τους, όπου οι Έλληνες είχαν περισσότερο την ανάγκη τους, απέναντι στις υπερβασίες των Τουρκικών αρχών.
    Το 1805 και το 1808 με Σουλτανικές αποφάσεις ο Γρηγόριος εκθρονίσθηκε, εξορίσθηκε στον Άθωνα, στο Άγιον Όρος, όπου έζησε ασκητικά. Εκεί το 1818 τον συνάντησε ο φιλικός Ιωάννης Φαρμάκης και για πρώτη φορά του μίλησε για τη Φιλική Εταιρεία.
    Το 1819 την επανάκληση του Γρηγορίου στον Οικουμενικό θρόνο η εφημερίδα «Λόγιος Ερμής» της Βιέννης χαιρέτησε ως εθνικό γεγονός, αναφέροντας ότι κατά τη δεύτερη πατριαρχία, ο Γρηγόριος φρόντισε για τη σύσταση ελληνικών σχολείων σε όλο το Γένος. Και μέσω των εράνων για τα σχολεία καλυπτόταν η επαναστατική προπαγάνδα της Φιλικής Εταιρείας.
    Ο Πατριάρχης προβλέποντας ότι η ανάμιξή του στα της Φιλικής Εταιρείας, αν ανακαλύπτετο, θα δημιουργούσε προβλήματα στον ελληνισμό. Δεν γράφτηκε στους καταλόγους της Εταιρείας, όμως παρακολουθούσε τη δράση των Εταίρων και γνώριζε τα πάντα.
    Την 22α Φεβρουαρίου 1821 έφθασαν στην ΚΠόλη οι ειδήσεις για τις επαναστατικές ενέργειες του Αλεξάνδρου Υψηλάντη στη Μολδαβία. Ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ έφριξε. Θεώρησε τους Έλληνες αχάριστους, προδότες, ανάξιους να υπάρχουν. Έκρινε ότι έπρεπε να κτυπηθούν κατακέφαλα.
    Για το Μαχμούτ η επανάσταση εκείνη δεν είχε καμία δικαιολογία. Δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι ένας πολιτισμένος λαός που είχε καταστεί δούλος μέσα στο ίδιο του το σπίτι, κατατυραννισμένος, κάποτε θα ζητούσε δια των όπλων να ανακτήσει την ελευθερία του. Αφού, διαφορετικά, κανένας δεν του την αναγνώριζε.
    Αρχές Μαρτίου 1821 άρχισε η τρομοκρατία στην ΚΠόλη. Οι Τούρκοι εξαγριωμένοι ζητούν το θάνατο των ραγιάδων, απειλούν, υβρίζουν. Ο Σουλτάνος έχασε τον ύπνο του. Ορκίζεται στον Προφήτη του και κηρύσσει τον ιερόν πόλεμο κατά των γκιαούρηδων, εν όψει του κινδύνου της ημισελήνου. Αναδεικνύονται και πάλι όλα τα κακοποιά στοιχεία. Παραγκωνισμένοι γενίτσαροι, χαμάληδες, άνεργοι των λιμανιών. Βρίσκουν όλοι την ευκαιρία να δράσουν. Κακοποιούν, ληστεύουν, αρπάζουν από τα ελληνικά καταστήματα και από τους Έλληνες στους δρόμους. Όλα εν ονόματι της ισλαμικής θρησκείας.
    Ουλεμάδες περιτρέχουν αχαλίνωτοι στις τουρκικές συνοικίες, διεγείροντες το φανατισμό των μουσουλμάνων εναντίον των ραγιάδων συνωμοτών. Έντρομοι οι Έλληνες κλεισμένοι στα σπίτια τους. Όσοι είχαν τη δυνατότητα αναζητούσαν τρόπο να φύγουν από την ΚΠόλη. Τα μέγαρα του Φαναρίου ήταν κατάκλειστα αφού εκεί στρεφόταν η μανία των Μουσουλμάνων. Ο ιερός αγών, η τζιχάντ εκηρύσσετο για να εξιλεωθεί ο ορισμένος Προφήτης Μωάμεθ, για να σωθεί το κράτος, η αυτοκρατορία.
    Την 8η Μαρτίου 1821 σε όλα τα τζαμιά αναγνώσθηκε το Σουλτανικό φιρμάνι που καλούσε τους Οθωμανούς να θυμηθούν την παλαιά δόξα τους. Υποχρεωνόταν κάθε Τούρκος να προμηθευτεί όπλα και άλογα. Να ξαναγίνει πολεμιστής, όπως οι ένδοξοι προγόνοι του που κέρδισαν την ευμένεια του προφήτου, αποκεφαλίζοντες τους απίστους, κατακτώντας την ΚΠόλη, την ασφάλεια της οποίας επιβουλεύονταν σήμερα οι γκιαούρηδες.
    Την 3η Μαρτίου η Πύλη είχε διακοινώσει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο την επιθυμία να εκδώσει η Μεγάλη Εκκλησία αποφάσεις για αφορισμό του Αλεξ. Υψηλάντη και του ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσου και να καταρασθεί τους μυημένους στη Φιλική Εταιρεία. Ακολούθησαν συσκέψεις της Συνόδου προεδρεύοντος του Πατριάρχου Γρηγορίου. Ενώ έξωθεν του Πατριαρχείου ύβριζαν και απειλούσαν Τούρκοι, φανατιζόμενοι  από τους Ουλεμάδες και παρορμώμενοι από το Σουλτανικό φιρμάνι.
    Απρόθυμοι οι Συνοδικοί για την επιθυμία της Πύλης προσπαθούσαν με ηπιώτερο τρόπο να αποδοκιμάσουν την Επανάσταση. Οι αφορισμοί Υψηλάντη και Σούτσου αναβλήθηκαν με την ελπίδα μεταβολής  της σκέψης του Σουλτάνου.
    Ξαφνικά την 9η Μαρτίου 1821, ο Πατριάρχης έλαβε ύποπτη εντολή να στείλει στην Πύλη μερικούς από τους πλέον έγκριτους αρχιερείς, χωρίς να δικαιολογείται αυτή η διαταγή. Αποφασίσθηκε να μεταβούν στην Πύλη ο Εφέσου Διονύσιος, ο Δέρκων Γρηγόριος, ο Νικομηδείας Αθανάσιος, ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, ο Τυρνάβου Ιωαννίκιος, ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος και ο Αγχιάλου Ευγένιος. Οι επτά αρχιερείς παρουσιάσθηκαν στον Υπουργό Εξωτερικών και κλείσθηκαν σε Τούρκικο σπίτι, με την απαγόρευση να βλέπουν μόνο τους διάκους των.
    Την ίδια μέρα 10.000 μουσουλμάνοι έφθασαν στην κατοικία του πνευματικού ηγέτη, του Σειχουλισλάμη. Αλαλάζοντες ζητούσαν την κήρυξη ιερού πολέμου κατά των Χριστιανών και των αρχιερέων τους.
    Ο Σειχουλισλάμης έστειλε ανθρώπους του και κάλεσε στην κατοικία του τον αρχιμανδρίτη του Πατριαρχείου Διονύσιον Πύρρο. Τον ρώτησαν αν ο Πατριάρχης ήταν φίλος του Υψηλάντη. Αν είχε ευνοήσει την Επανάσταση. Ο αρχιμανδρίτης εμφατικά τους διαβεβαίωσε όχι.
    Σε λίγο ο Σουλτάνος κάλεσε τον Σειχαλισλάμη. Επιτακτικά του ζήτησε να εκδώσει φετφά για την κήρυξη ιερού πολέμου, καθότι στην επανάσταση των Ελλήνων στη Μολδοβλαχία, η Τουρκία έπρεπε να απαντήσει με σφαγές.
    Ο ΣεΪχουλισλάμης, άνθρωπος αγαθός, ζήτησε λίγο  καιρό να σκεφθεί, πριν εκδώσει το φετφά, δια του οποίου διακινδύνευε η ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων.
    Όμως ο Σουλτάνος αδίστακτα προχωρούσε στο φοβερό πρόγραμμα των σφαγών. Αντί να αντιμετωπίσει με κεραυνοβόλες στρατιωτικές ενέργειες τις επαναστατημένες περιοχές, στη Μολδοβλαχία, στη Ρούμελη, στο Μωριά, συγκέντρωσε 150.000 στρατιώτες στην ΚΠόλη. Πολλαπλασίασε τις φρουρές εντός της πύλης, υποδαυλίζοντας το θρησκευτικό φανατισμό των Τούρκων της πρωτεύουσας εναντίον των Ελλήνων συμπολιτών τους.
    Στη ψυχή του Σουλτάνου Μαχμούτ που δεν ήταν ο χειρότερος των Σουλτάνων, ξύπνησε ο παλαιός βάρβαρος Ασιάτης. Ο φανατικός μουσουλμάνος. Ανίκανος να σκεφθεί τίποτα διαφορετική, ειμί μόνο τη σφαγή των ραγιάδων Ελλήνων, προπαρασκευάζοντας νέους σικελικούς εσπερινούς. Νέο λουτρό αίματος για τους άμοιρους Χριστιανούς της ΚΠόλεως.
    Η εξουσία του Σειχουλισλάμη στα θρησκευτικά ζητήματα ήταν απεριόριστη. Αποκλειστικό του δικαίωμα ήταν η έκδοση φετφά, όπως τον ζητούσε ο Σουλτάνος, ο οποίος δεν μπορούσε να αφαιρέσει από τον Σειχουλισλάμη αυτό το δικαίωμα. Ειμί μόνο να τον αντικαταστήσει και να ακολουθήσει η θανάτωσή του.
    Ο συγκεκριμένος κατά τον Μάρτιο του 1821 θρησκευτικός ηγέτης των Τούρκων ήταν άνθρωπος συνετός, με αυτοβουλία, με ισχυρό χαρακτήρα, ψυχραιμότερος του Σουλτάνου και δικαιότερος. Προβλέποντας νέους άδικους κινδύνους θέλησε να σταθμίσει την κατάσταση πριν εκδώσει τον φοβερό φετφά.
    Πληροφορηθείς τα διατρέχοντα ο Οικουμενικός Πατριάρχης, με τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Πολύκαρπο και άλλους πήγαν στην κατοικία του Σειχουλισλάμη, όπου ο Μωαμεθανός ιεράρχης τον βεβαίωσε για την εντολή του Σουλτάνου να εκδώσει το φετφά. Ενώ ο Γρηγόριος προσπαθούσε να τον πείσει για τη μη συμμετοχή των Ελλήνων της ΚΠόλεως στην επανάσταση του Υψηλάντη και τον εξόρκισε στο όνομα του θείου και του ανθρωπίνου δικαίου να αποτρέψει την άδικη σφαγή.
    Ο Σεϊχουλισλάμης ευμενώς απάντησε στον Πατριάρχη: Μην αμφιβάλλετε για την φιλανθρωπία και την ειλικρίνεια του χαρακτήρος μου, αλλά αποδείξετέ μου ότι αυτή η επανάστασις δεν έχει γενικό χαρακτήρα, όπως με διαβεβαιώνετε. Όλα τα άλλα εξαρτώνται από εμένα. Ούτε η υψηλή θέση μου ούτε ο κίνδυνος της ζωής μου θα μεταβάλλουν την αδιάσειστη απόφασή μου να υπερασπισθώ με όλες μου τις δυνάμεις, έθνος που απειλείται με αφανισμό.
    Ο Πατριάρχης υποσχέθηκε αυτή την επίσημη απόδειξη. Με την πεποίθηση ότι η ζωή των Ελλήνων κρεμόταν από μία κλωστή αποφάσισε τους αφορισμούς κατά του Αλεξ. Υψηλάντη και του Μιχαήλ Σούτσου. Με δριμείς εκφράσεις ελύοντο οι όρκοι των μελών της Φιλικής Εταιρείας. Εκαλούντο οι Έλληνες σε ραγιάδικη αφοσίωση και πίστη στον Σουλτάνο.
    Τα Πατριαρχικά έγγραφα διαβάσθηκαν και υπογράφηκαν από όλους τους συμμετέχοντες αρχιερείς. Κατόπιν για εκδήλωση μεγαλύτερης θρησκευτικής φρίκης, επί της Αγίας Τράπεζας, υπογράφηκαν από τους Πατριάρχες ΚΠόλεως Γρηγόριο και Ιεροσολύμων Πολύκαρπο. Κατόπιν Τουρκοκρητικοί εκπρόσωποι της Πύλης, γνωρίζοντες καλά την Ελληνική, έλεγξαν τα έγγραφα αν είχαν συνταχθεί με τις τουρκικές υποδείξεις και στάλθηκαν σε όλες τις επαρχίες.
    Την επομένη της εκδόσεως των εγγράφων, ο Σεϊχουλισλάμης παρουσιασθείς στον Σουλτάνο Μαχμούτ Β΄, προσπαθούσε να τον μεταπείσει να μην εκδοθεί ο φετφάς. Ο Σουλτάνος αμετάπειστος επέμενε στην έκδοση. Ο Μωαμεθανός ιεράρχης κατηγορηματικώς αρνήθηκε. Οι με ιερό νόμο σφαγές αποφεύχθηκαν. Ο Σεϊχουλισλάμης αντικαταστάθηκε. Εξορίσθηκε. Καθ’ οδόν δολοφονήθηκε από τους συνοδούς του.
    Μέσα Μαρτίου 1821 ο Σουλτάνος σε ολόκληρο το κράτος κήρυξε στρατιωτικό νόμο. Στρατός 150.000 ανδρών συγκεντρώθηκε στην ΚΠόλη και ισχυρός στόλος στη θάλασσα του Μαρμαρά, με πρόβλεψη πολέμου Και όχι επαναστάσεως άοπλου λαού. Πιστεύοντας ο Σουλτάνος ότι κινδύνευε εντός της έδρας του, ήθελε να ασφαλίσει, να οχυρώσει την Κωνσταντινούπολη, ενώ τα επαναστατικά στοιχεία βρίσκονταν στη Μολδοβλαχία, στη Στερεά Ελλάδα, στην Πελοπόννησο. Στην προκυμαία των ανακτόρων ήταν αραγμένα τρία καράβια, προορισμένα ως καταφύγιο του Σουλτάνου, αν καταδιωκόμενος αναγκαζόταν να φύγει. Ο τρόμος του αφύπνισε έντονα το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και τον μετέβαλε σε ανθρωποθηρίο.
    Αν και δεν κηρύχθηκε με φετφά του Σεϊχουλισλάμη ιερός πόλεμος, στα τζαμιά διαβάστηκε το Σουλτανικό φιρμάνι, που συνιστούσε σε όλους του μουσουλμάνους να οπλισθούν. Σε λίγες μέρες στου δρόμους της ΚΠόλεως, όλοι οι κυκλοφορούντες μουσουλμάνοι, παντός ηλικίας και επαγγέλματος ήταν οπλισμένοι. Επιδεικνύοντες τα γιαταγάνια και τις χατζάρες τους, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, οι Έλληνες, έντρομοι είχαν αμπαρωθεί στα σπίτια τους.
    Η κοινωνική και εμπορική ζωή είχε σταματήσει. Η ΚΠόλη είχε κηρυχθεί σε αποκλεισμό. Όχι από τον εχθρό, αλλά από τις ίδιες τις τουρκικές αρχές. Τα σχολεία είχαν κλείσει. Η κοσμική και εμπορική κίνηση στο Βόσπορο είχε νεκρωθεί. Τα πλοία και οι βάρκες μετέφεραν μόνο στρατιώτες. Η τρομοκρατία ήταν παντού έκδηλη. Στους δρόμους μόνο οι Μουσουλμάνοι ήταν ασφαλείς, αν και προστατεύονταν από τους πρεσβευτές τους. Ούτε οι Ευρωπαίοι τολμούσαν να κυκλοφορήσουν. Οι ένοπλοι μουσουλμάνοι δοκίμασαν την ευθυβολία των όπλων στα στήθη ή στα νώτα των τυχαίων Ελλήνων περαστικών.
    Άρχισαν οι επιθέσεις. Ο φόνος χριστιανού δεν ήταν πλέον έγκλημα, αλλά υπηρεσία στον Προφήτη. Τον Μωάμεθ. Παραβιάζονταν κατοικίες που καταγγέλλονταν ως ύποπτες για απόκρυψη όπλων. Αν δεν εύρισκαν όπλα, εύρισκαν όμως Έλληνες. Οι άνδρες εφονεύοντο. Οι γυναίκες δέρνονταν ή βιάζονταν. Είχε καταγγελθεί ότι είχαν κρυφτεί όπλα σε κοιμητήρια. Όπλα όμως δεν υπήρχαν. Έγιναν τυμβωρυχίες. Διασκορπίσθηκαν πτώματα από μουσουλμάνους, κοινωνικά καθάρματα.
    Οι πρώτες σφαγές εξ ανάγκης κυκλοφορούντων φτωχών Ελλήνων, έφεραν τη δίψα για περισσότερο αίμα. Αρπαζόμενοι από τις αυλές των σπιτιών τους, άνθρωποι σφάζονταν ή εξορίζονταν. Αρπαζόμενα παιδιά εξισλαμίζονταν ή πωλούνταν από ανθρωποεμπόρους που εκμεταλλεύονταν αυτή την αναστάτωση. Όσες γυναίκες δεν υποτάσσονταν στις ορέξεις των ανθρωποθηρίων, κατασφάζονταν.
    Τα τρομοκρατικά μέτρα του Σουλτάνου περιελάμβαναν την με ποινή θανάτου απαγόρευση κάθε βοήθειας και οίκτου προς τους Έλληνες καταδιωκόμενους, κηρύσσοντας ότι Έλληνες και Τούρκοι δεν είναι δυνατό να συνυπάρξουν. Από τότε τέθηκε η βάση για τη μετέπειτα πολιτική και τακτική των Ευρωπαϊκών κρατών, μέχρι να φθάσουμε στο καταστροφικό 1922.
    Η Κωνσταντινούπολη ολόκληρη είχε μεταβληθεί σε μάντρα, στις κρύπτες της οποίας κρύβονταν τα θύματα των φανατισμένων σφαγέων. Μόνο τα τζαμιά και οι εκκλησίες ήταν ανοιχτά. Στα τζαμιά οι μουσουλμάνοι προσεύχονταν να σωθούν από την οργή των ραγιάδων. Στις εκκλησίες προσεύχονταν οι Έλληνες να σωθούν από την αγριότητα και τις σφαγές των Μουσουλμάνων.
    Ο Σουλτάνος επί ποινή θανάτου απαγόρευσε τη φυγή των Ελλήνων από την ΚΠόλη. Απαίτησε όλα τα αναχωρούντα από το Βόσπορο με Ευρωπαϊκή σημαία πλοία να ερευνούνται από τις τουρκικές αρχές. Όλοι οι πρέσβεις δέχθηκαν αυτή τη συνθήκη. Με αυστηρή απάντηση αρνήθηκε μόνο ο πρέσβης της Ρωσίας Στρογγάνωφ.
    Ο οποίος είχε προηγουμένως μιλήσει στην Πύλη για τα εγκλήματα εναντίον αθώων χριστιανών. Διαβεβαιώνοντας την ειλικρινή πολιτική της Ρωσίας, με τα σχετικά προς την Μολδοβλαχία διατάγματα του Τσάρου Αλεξάνδρου Α΄ και τις αποδοκιμασίες από την διάσκεψη του Λάϊνμπαχ, για την Ελληνική Επανάσταση.
    Εν τω μεταξύ, πολλές Ελληνικές οικογένειες κατόρθωσαν να δραπετεύσουν, επιβιβαζόμενοι σε πλοία υπό ρωσική σημαία. Διευκολυνόμενοι από τον ρώσο πρεσβευτή Στρογγάνωφ, όπως ο προγεγραμμένος από τις τουρκικές αρχές Παναγιώτης Σέκερης. Ο διαχειριστής και χορηγός της Φιλικής Εταιρείας που δαπάνησε όλη την περιουσία του για τις ανάγκες της Εταιρείας και την προπαρασκευή του Αγώνα.
    Την 24η Μαρτίου 1821 ο Σουλτάνος Μαχμούτ άρχισε τις θανατικές εκτελέσεις κορυφαίων Ελλήνων της ΚΠόλεως. Επισημοποιών τον ακήρυκτο ιερό πόλεμο του μουσουλμανικού όχλου κατά των αμάχων Ελλήνων χριστιανών. Οι δήμιοι άρχισαν το θηριώδες έργο με κατά συρροήν καρατομήσεις των επιφανών Νικολάου Σκαναβή, Μιχαήλ Μάνου, Θεόδωρου Ρίζου, Αλέξανδρου Φωτεινού του συνοδικού μητροπολίτη Εφέσου Διονυσίου Καλλιάρχη. Ο οποίος διαμαρτυρόμενος στον δήμιο του για την άδικη καταδίκη του, είπε στον παριστάμενο Τούρκο αξιωματικό να διαβιβάσει στο Σουλτάνο «Να φέρεται με καλοσύνη στους αθώους ραγιάδες, διότι η σκληρότης ουδέποτε ωφέλησεν». Όταν ο βρόχος ήταν έτοιμος είπε ο δήμιος στον Καλλιάρχη
-    Γίνεσαι μουσουλμάνο για να σωθείς;
Ο μητροπολίτης περιφρονητικά του απάντησε
-    Εκτέλεσε τη διαταγή που σου εδόθη.
    Από τη μέρα εκείνη οι καρατομήσεις επιφανών Φαναριωτών γενικεύθηκαν. Οι γενίτσαροι, τα από την Ασία προερχόμενα ένοπλα στίφη, περιφερόμενα στους δρόμους, με γιαταγάνια και χατζάρες διψούσαν για περισσότερο αίμα. Για περισσότερα θύματα.
    Το δειλινό της 31ης Μαρτίου έφθασαν στην ΚΠόλη τα κεραυνοβόλα νέα από την επαναστατημένη Ελλάδα, την Πελοπόννησο, την Καλαμάτα, την Πάτρα, τα Καλάβρυτα, τη Βοστίτσα, τη Μάνη. Ενώ την 4η Απριλίου έφθασαν τα δυσάρεστα για τον Σουλτάνο νέα από τη Λειβαδιά, τα Σάλωνα.
    Τα γεγονότα μέσω των γενίτσαρων, διαδόθηκαν σε όλη την ΚΠόλη και κανείς από την ημέρα εκείνη Έλληνας δεν τόλμησε να εμφανισθεί ούτε στα παράθυρα. Ο Σουλτάνος πριν επαναλάβει τις γενικές σφαγές, έπρεπε να σκηνοθετήσει την αφορμή. Οι σφαγές θα γίνονταν από τον φανατισμένο όχλο. Αφορμή θα ήταν η σκηνοθετημένη ένοπλη αντίσταση Ελλήνων εναντίον των Τούρκων. Για να προκληθεί αυτό την 1η Απριλίου οργανώθηκε οχλαγωγική διαδήλωση θρησκευτικού χαρακτήρα.
    Αλαλάζοντα μουσουλμανικά ιερατικά στοιχεία και σπουδαστές ξεχύθηκαν στους δρόμους με ένοπλα άτακτα στοιχεία να αποτελούν την προσχεδιασμένη φρουρά. Η σχηματισθείσα ογκώδης διαδήλωση ζητούσε την τιμωρία των γκιαούρηδων και τη σωτηρία των δήθεν απειλουμένων μουσουλμάνων.
    Οι δήθεν μαινόμενοι φανατισμένοι μουσουλμάνοι πέρασαν από τις Ελληνικές συνοικίες, παραβιάζοντες με κάθε τρόπο τα κλειστά σπίτια, λεηλατούντες και φονεύοντες τους ανυπεράσπιστους άμοιρους Έλληνες.
    Ήταν Κυριακή των Βαΐων. Οι μαινόμενοι κατευθύνθηκαν στην έξω από το τείχος της ΚΠόλης εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής όπου είχαν ακταφύγει πλήθος χριστιανών ζητούντες έλεος εν ονόματι του Θεού. Οι αιμοδιψείς Λαζοί, που ακολουθούσαν τους διαδηλωτές, κατέσφαξαν τους κατατρεγμένους χριστιανούς. Τα ιερά πολύτιμα σκεύη διαρπάχτηκαν. Η εκκλησία κατά το χειρότερο τρόπο βεβηλώθηκε. Κάηκε. Ανάλογες βεβηλώσεις έγιναν και σε άλλες εκκλησίες.
    Οι πρέσβεις διαμαρτυρήθηκαν στην Πύλη για τις οικτρές σκηνές, για την έλλειψη προσπάθειας επιβολής της τάξεως. Η Πύλη απάντησε ότι αδυνατούσε να συγκρατήσει τον Τουρκικό λαό, τον αγανακτισμένο απέναντι των Ελλήνων.
    Ο ρώσος πρέσβης Στρογγάνωφ συμπεριφερόταν περιφρονητικά προς τους Τούρκους ενώ απροκάλυπτα έδειχνε τη συμπάθειά του προς τους Έλληνες. Όταν δε η Πύλη αξίωσε από τη Ρωσία να δηλώσει επισήμως ότι δεν θα προστατεύσει τους Έλληνες, τότε ο Στρογγάνωφ αρνήθηκε να το πράξει. Ενώ ζητούσε από την Πύλη να φερθεί διαλλακτικά προς τους Έλληνες. Έκτοτε ο Στρογγάνωφ ως ύποπτος, τέθηκε υπό στενή παρακολούθηση, καθότι ήταν και στενός φίλος του Μεγάλου Διερμηνέα της Πύλης Κων. Μουρούζη που έδινε στον Στρογγάνωφ κάθε διπλωματική πληροφορία. Αλλά και ο Μουρούζης παρακολουθείτο από την Πύλη. Κι ενώ του υπέδειξαν να δραπετεύσει, εκείνος αρνήθηκε.
    Ο Πατριάρχης Γρηγόριος γνωρίζοντας τα της Επαναστάσεως της Πελοποννήσου, προβλέποντας τα επικείμενα δεινά των εξεχόντων Ελλήνων της ΚΠόλεως, συμβούλευσε τον Μουρούζη να φύγει. Εκείνος όμως αρνήθηκε και με σουλτανικό σατανικό σχέδιο αποκεφαλίσθηκε, φορών τη στολή του Μεγάλου Διερμηνέα. Η κεφαλή του προσκομίσθηκε στον Σουλτάνο. Το σώμα του ρίχτηκε στη θάλασσα.
    Στη σκηνή του δράματος σειρά είχε ο Πατριάρχης Γρηγόριος. Καταγόμενος από την επαναστατημένη Πελοπόννησο, συμπατριώτης του άπιστου Παλαιών Πατρών Γερμανού, άρα βρισκόταν σε συνεννόηση με τους Επαναστάτες. Ο Εθνάρχης των Ελλήνων της ΚΠόλης έπρεπε να πέσει. Να καταπτοηθεί κάθε ελληνική περιοχή από το Βόσπορο μέχρι την Κρήτη.
    Μετά την εκτέλεση του Μουρούζη, ο Πατριάρχης βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο. Πολλοί τον παρότρυναν να φύγει. Αποφάσισε όμως να μείνει. Η φυγή του θα θεωρείτο απόδειξη ενοχής και δικαιολογία για συνέχιση των σφαγών των Ελλήνων.
    Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ υπήρξε πραγματικός εθνάρχης. Με χαρίσματα ικανού πολιτικού αρχηγού κατά τη διάρκεια των τριών πατριαρχιών του αντιμετώπισε, έδωσε λύσεις σε σοβαρά πολιτικά γεγονότα.
    Την Κυριακή των Βαΐων, μετά τους αφορισμούς των Υψηλάντη, Σούτσου και Επαναστάσεως, η Πύλη ζήτησε από τον Πατριάρχη λεπτομερή κατάλογο των ελληνικών οικογενειών του Φαναρίου. Ο Πατριάρχης απήντησε ότι το Πατριαρχείο δεν διέθετε τέτοιο κατάλογο. Αρκετοί Έλληνες αντιλαμβανόμενοι τα μελετώμενα, συγκεντρώθηκαν στο Πατριαρχείο, συμβουλεύοντες άλλη μια φορά τον Πατριάρχη να φύγει. Ο Γρηγόριος και σε αυτή την κρίσιμη ώρα αρνήθηκε, λέγοντας:
-    Μη με προτρέπετε να φύγω. Μάχαιρα θα περάσει τους δρόμους της Κωνσταντινουπόλεως και των άλλων πόλεων των χριστιανικών επαρχιών. Θέλετε να καταφύγω μεταμφιεσμένος εις ένα πλοίον ή να κλεισθώ εις ένα σπίτι κάποιου ευεργετικού πρεσβευτού. Να ακούω πως οι δήμιοι κατακρεουργούν τον χηρεύσαντα λαόν; Όχι. Δια τούτο είμαι πατριάρχης. Δια να σώσω το έθνος μου. Όχι να εξολοθρευθεί εξ αιτίας μου δια χειρός των γενίτσαρων. Ο θάνατος θα ωφελήσει περισσότερον παρά η ζωή μου. Οι ξένοι χριστιανοί ηγεμόνες θα καταπλαγούν από τον άδικον θάνατον μου και δεν θα μείνουν αδιάφοροι, όταν η πίστις των εξυβρισθεί εις το πρόσωπόν μου. Οι Έλληνες, οι άνδρες της μάχης θα πολεμήσουν με μεγαλύτερη μανίαν. Και τούτο φέρει ως δώρον την νίκην. Είμαι βέβαιος δι’ αυτό. Να έχετε υπομονήν οτιδήποτε μου συμβεί. Σήμερα, (Κυριακή των Βαΐων) θα φάμε ψάρια, αλλά μετά τινάς ημέρας, ίσως τα ψάρια θα φάνε εμάς… Ας μη γίνω η χλεύη των ζώντων. Να με δακτυλοδεικτούν λέγοντες: «ιδού ο φονεύς πατριάρχης». Τέταρτη φοράν δε θα υπάγω (εξορία) εις τον Άθωνα. Δεν θέλω. Ο τόπος μου είναι η Δημητσάνα. Πηγαίνω εκεί που με καλεί ο νους μου, ο μέγας κλήρος του έθνους και πατήρ ο ουράνιος. Ο μάρτυς των ανθρωπίνων πράξεων.
    Η εβδομάδα των Παθών του Απριλίου 1821, ήτο η εβδομάδα της αγωνίας για τον Γρηγόριο Ε΄. Μαθαίνοντας τη θανάτωση του Κ. Μουρούζη τέλεσε λειτουργία για τη νεκρώσιμη δέηση, εκπληρώνοντας το καθήκον χριστιανού φίλου και κληρικού.
    Εν τω μεταξύ στους δρόμους εξακολουθούσαν οι σφαγές του λαού. Δεν υπήρχε πλέον σεβασμός προς καμία πρεσβεία. Ζητούσαν παντού Έλληνες. Ιδιαιτέρως τους Πελοποννήσιους, τους συμπατριώτες των επαναστατημένων του Μωριά. Σε παλαιά πλοία φόρτωναν συλλαμβανομένους και τους βύθιζαν στο πέλαγος, διευκολύνοντας το έργο των δήμιων. Πράξεις δήθεν αποδιδόμενες στον εξοργισθέντα λαό.
    Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, μετά από πλήρη νηστεία δύο ημερών, ο Πατριάρχης με συντροφιά μερικών αρχιερέων κάθισαν στο τραπέζι. Έφαγαν χουσάφι, κομπόστα δαμάσκηνα. Μίλησαν για την επόμενη μέρα, τον εορτασμό του Πάσχα, υπό το βάρος της αγωνίας για το άγνωστο αύριο. Τότε ο Πατριάρχης απηύθυνε την ερώτηση:
-    Ποιος θάνατος τάχα είναι ολιγώτερον ανώδυνος: ο δια του αποκεφαλισμού ή ο δια της αγχόνης.
Κανείς δεν απάντησε. Όλοι αισθάνονταν ότι οι δήμιοι πλέον ήταν προ του Πατριαρχείου.
    Ο Γρηγόριος με αγωνία πέρασε τη νύκτα της Αναστάσεως. Πέντε χιλιάδες ένοπλοι γενίτσαροι είχαν πλημμυρίσει την ενορία των Πατριαρχείων. Η παρουσία των στους δρόμους προκαλούσε νέο τρόμο κι όμως πάρα πολλοί προσέτρεξαν στην εκκλησία.
    Ο Πατριάρχης φορώντας τα καλύτερα άμφια όπως άρμοζε για την εορτή του Πάσχα, παρά την κόπωση, με την έντονη φωνή του οι συνήθεις λειτουργικοί λόγοι, με τον δικό του εξαιρετικό τόνο έπαιρναν ιδιαίτερη σημασία. Κατά τη μνημόνευση ζώντων και νεκρών θαρραλέα μνημόνευε τα ονόματα όλων των θυμάτων της τουρκικής θηριωδίας.
    Τότε του ανήγγειλαν ότι οι γενίτσαροι είχαν περικυκλώσει την εκκλησία. Εκείνος γαλήνια συνέχισε μέχρι τέλους τη λειτουργία. Ξημερώματα ο Πατριάρχης ανέβηκε στην πατριαρχεία να κατακλιθεί. Αδυνατών να κλείσει τα μάτια, παρέμεινε άυπνος.
    Κατά τις 11 το πρωί ακούσθηκε ποδοβολητό. Ειδοποιήθηκε ο Πατριάρχης, ότι κατέφθασαν έφιπποι διάφοροι επίσημοι Τούρκοι. Η αίθουσα πλημμύρισε από πενήντα Τούρκους υπαλλήλους. Αξιωματικούς και επικεφαλείς. Μεταξύ αυτών και ο Κεσεδάρης, ο αρχιδήμιος, τον οποίο αναγνωρίζοντας ο Πατριάρχης μάντευσε ότι ήλθε για την κεφαλή του. Τότε ο Πατριάρχης ζήτησε και φόρεσε ένα ράσο με το επανωκαλύμμαυχο. Σε λίγο ο μέγας διερμηνέας του διάβασε, σε νεκρική σιγή, το φιρμάνι:
    «Επειδή ο Πατριάρχης Γρηγόριος εφάνη ανάξιος του πατριαρχικού θρόνου, αχάριστος και άπιστος προς την Πύλη και ραδιούργος, καθίσταται έκπτωτος της θέσεώς του και του προσδιορίζεται διαμονή το καδίκιοϊ μέχρι νεωτέρας διαταγής».
    Αντί όμως να μεταφέρουν τον έκπτωτο Πατριάρχη στο Καδικιόι (δικαστήριο), τον παρέλαβε ο αρχιδήμιος και τον μετέφερε στις φυλακές του Μποσταντζήμπαση. Εκεί τον υπέβαλαν σε βασανιστήρια, ενώ ειδοποιήθηκε ο εκλεγείς νέος Πατριάρχης ο Πισιδίας Ευγένιος από τον αρχιδήμιο για την εκτέλεση της ποινής. Πήραν τότε από την φυλακή τον Γρηγόριο πισθάγκωνα δεμένο μαζί με τον επιφορτισμένο για την εκτέλεση, τους επιβίβασαν σε βάρκα, ενώ πολλοί στρατιώτες ακολουθούσαν με πλοιάρια. Αποβιβάσθηκαν σε αποβάθρα του Φαναρίου, όπου περίμεναν ο μαινόμενος όχλος, οι ένοπλοι Τούρκοι και ουρλιάζοντες Εβραίοι. Από εκεί οδηγήθηκαν προς την πλατεία Φαναρίου.
    Εξαντλημένος ο Γρηγόριος μόλις κατόρθωσε να βαδίζει. Φθάνοντας στο κέντρο της πλατείας, όπου γινόταν οι κεφαλικές εκτελέσεις, γονατιστός με κυρτή την κεφαλή, ζήτησε το ταχύτερο να τον θανατώσουν. Ο δήμιος εξοργισμένος τον λάκτισε, φωνάζοντας δεν είναι εδώ ο τόπος του θανάτου σου. Σηκώθηκε ο Πατριάρχης, συνεχίζοντας το δρόμο του Γολγοθά. Όταν έγινε αντιληπτός στην ελληνική συνοικία, από τα σπίτια ακούγονταν θρήνοι γυναικών και κραυγές απελπισίας «Έφεραν να σκοτώσουν τον Πατριάρχη».
    Όταν η συνοδεία έφθασε στην Πύλη των Πατριαρχείων ετοιμάσθηκε η αγχόνη, ενώ ο όχλος απηύθυνε κάθε είδους ύβρεις και βωμολοχίες. Ο Πατριάρχης με γυρτή προς τα δεξιά την κεφαλή ψιθυριστά προσευχόταν. Πέρασαν στο λαιμό του ηρωικού γέροντα τη θηλειά, τράβηξαν το σχοινί, το καλυμμαύχι έπεσε. Του φόρεσαν άλλο ενώ το σώμα του σπαρταρούσε, να διακρίνεται ποιος είναι. Σε λίγες στιγμές ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ ήταν νεκρός.
    Μετά τον απαγχονισμό ο νέος Πατριάρχης Ευγένιος ζήτησε το πτώμα του Γρηγορίου προς ταφήν κατά τον προσήκοντα χριστιανικό τρόπο. Οι Τούρκοι αρνήθηκαν. Κράτησαν επί τριήμερον το πτώμα στην αγχόνη, να το δει όλος ο λαός. Πολλοί ήλθαν από το Βόσπορο, από τα προάστια. Να πεισθούν για τον απαγχονισμό του Πατριάρχη των ραγιάδων. Δυστυχώς η θανάτωση του Πατριάρχη δεν εξευμένισε τον όχλο.
    Την ημέρα του Πάσχα απαγχονίσθηκαν άλλοι τρεις ιεράρχες. Πεντακόσιοι Πελοποννήσιοι έμποροι με μόνη κατηγορία την καταγωγή τους από τον επαναστατημένο τόπο φορτώθηκαν ως κτήνη σε πλοιάρια για την εξορία. Άλλοι τελικώς να πνιγούν πριν τη Νικομήδεια. Σε λίγες μέρες το ίδιο έγινε με διακόσιους Ρουμελιώτες, Αιγαιοπελαγίτες και Κρητικούς. Ενώ θανατώθηκαν άλλοι οκτώ αρχιερείς.
    Τη τρίτη της Διακαινησίμου κατέβασαν από την αγχόνη τον νεκρό Πατριάρχη έχοντας καλέσει τους μουσουλμάνους να παρευρεθούν. Συνέρρευσαν χιλιάδες Τούρκοι και πολλοί Εβραίοι. Άρχισαν νέοι βανδαλισμοί. Γύμνωσαν τον νεκρό, ποδοπάτησαν τα κουρελιασμένα ράσα και τα μέλη του σώματος, του έδεσαν τα πόδια, πέρασαν άλλο σχοινί στο λαιμό. Ξεκίνησαν να σύρουν το πτώμα, με το πρόσωπο γυρισμένο στη γη, έως να φθάσουν στην ακτή.
    Όπου το σώμα παρέλαβε πάλι ο δήμιος. Το πρόσδεσε σε μία βάρκα. Ανοίχθηκε στο πέλαγος να το καταποντίσει. Να το ρίξει στα νερά μεταξύ Φαναρίου και του ναυστάθμου. Με πέτρες δεμένες στο πτώμα η καταβύθιση έγινε την 13η Απριλίου 1821.
    Ωστόσο το σώμα ελευθερώθηκε από τα βάρη και επέπλεε στον αφρό. Στις 22 Απριλίου ο Κεφαλλωνίτης πλοίαρχος Νικ. Σκλάβος, του υπό ρωσική σημαία πλοίου «Άγιος Νικόλαος», πλέοντας για την Οδησσό, βρήκε το πτώμα που επέπλεε. Στο πλοίο επέβαινε ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος από την Άνδρο, άλλοτε πρωτοσύγγελος του Πατριάρχη, ο οποίος αναγνώρισε το πτώμα του μάρτυρα ιεράρχη. Ο καπετάνιος αφού περιποιήθηκε εκ των ενόντων το σκήνωμα, το μετέφερε στην Οδησσό. Όπου κλήρος και λαός το κήδευσαν με λαμπρές τιμές.
    Αργότερα το 1871 τα οστά του Γρηγορίου μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα. Από τότε σε αργυρή λειψανοθήκη φυλάσσονται στη Μητρόπολη Αθηνών.
    Μετά την επανάσταση το αρτισύστατο ελληνικό κράτος, για την εθνική του ολοκλήρωση, αναζητούσε μια ιδεολογία εθνικής συνοχής με τα αναγκαία σύμβολα. Ένα από τα οποία ήταν ο Γρηγόριος Ε΄. Η συμβολοποίηση του άρχισε μετά την έμμετρη προσφώνηση του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.
    «Πως με θωρείς ακίνητος, που τρέχει ο λογισμός σου, τα φτερωτά σου όνειρα γιατί στο μέτωπό σου να μη φωτίζουν δέσποτα τόσες χρυσές αχτίδες όσες το πνεύμα σου γεννά παρηγοριές κι ελπίδες»
Την οποία διάβασε ο ποιητής στα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Γρηγορίου στις 25 Μαρτίου 1872.
    Μυθιστορηματικού τύπου συγγραφείς, δημιούργησαν τη σφαλερή εντύπωση, που διατηρείται μέχρι σήμερα, για την αμφισβήτηση του ρόλου που διαδραμάτισε ο κλήρος κατά την Τουρκοκρατία και κατά την Επανάσταση περιλαμβανομένου του Πατριάρχη Γρηγορίου. Του ανθρώπου με το τραγικό δίλημμα ανάμεσα στην ευλογία του αγώνα και τον υπαγορευόμενο αφορισμό.
    Όλα όσα γράφονται για τον Γρηγόριο Ε΄ είναι βέβαια ερειστά και μαρτυρημένα. Μάλλον αφοριστικές κρίσεις με άρωμα μεταμπολσεβικικής προπαγάνδας.

Οι Σφαγές στη Σμύρνη

    Σε λίγες μέρες οι σφαγές απλώθηκαν και σε άλλες πόλεις. Η Σμύρνη τότε αριθμούσε πληθυσμό 180.000 κατοίκων, ποικίλων εθνικοτήτων. Μόλις έφθασε κι εδώ το κίνημα του Υψηλάντη, οι Τούρκοι φοβήθηκαν εκδήλωση ευρύτερης συνωμοσίας. Σώμα νεοσύλλεκτων που ήλθε από το εσωτερικό, προέβαινε σε θανατώσεις Ελλήνων χωρικών και πολιτών.
    Στις 11 Απριλίου 1821, ένας τυχαίος πυροβολισμός προκάλεσε μαζικό πανικό, ώστε πολλοί Έλληνες να σπεύσουν στην παραλία. Να πνιγούν στο λιμάνι στην προσπάθειά τους να αναρριχηθούν σε κάποιο σκάφος. Την οργή των Τούρκων ερέθιζε και η παρουσία ελληνικών πλοίων με αναπεταμένη την επαναστατική σημαία που περιέπλεαν στο πέλαγος. Λέγεται ότι τότε έφυγαν από τη Σμύρνη 15.000 Έλληνες.
    Η μεγάλη σφαγή όμως έγινε την 3η Ιουνίου, όταν ήλθε η είδηση ότι οι Επαναστάτες πυρπόλησαν ένα ντελίνι (πολεμικό καράβι) στην Ερεσό. Και 3.000 κακούργοι έπληξαν μια ελληνική συνοικία. Λήστεψαν τα σπίτια και έσφαξαν κόσμο. Η Σμύρνη έμοιαζε με πόλη που κατελήφθη εξ εφόδου χωρίς κανένα σεβασμό ηλικίας ή φύλου σε βάρος των ανθρώπων. Ο Μουλάς και ο Αγάς προϊστάμενοι των θρησκευτικών και διοικητικών πραγμάτων, λιντσαρίστηκαν από τον όχλο γιατί αρνήθηκαν να δώσουν γραπτή έγκριση για την αδιάκριτη σφαγή των ραγιάδων.
    Τότε κινδύνευσαν και πολλοί Φράγκοι έμποροι. Πλήθος εξ αυτών είχε καταφύγει στους κήπους του γαλλικού προξενείου. Οι γενίτσαροι φύλακες αδυνατούσαν να συγκρατήσουν το μαινόμενο όχλο. Που όμως υποχώρησε μπροστά στη σθεναρή στάση του Γάλλου προξένου David.
    Οι μαρτυρίες του Άγγλου ιερέα R. Walsh είναι συγκλονιστικές. Γράφει «Οι Τούρκοι δοκίμαζαν την πιστόλα τους σημαδεύοντας και σκοτώνοντας τον πρώτο Ρωμιό που εύρισκαν μπροστά τους».
    Ο αιματηρός κύκλος που περιελάμβανε τη Σμύρνη, τη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα, τις Κυδωνίες, την Κω, τη Ρόδο, την Κρήτη και την Κύπρο έκλεισε με 10.000 θύματα. Σε αυτά θα προστεθούν αργότερα αναρίθμητα άλλα.
    Για ευνόητους λόγους το μένος των Τούρκων στράφηκε κατά του κλήρου διότι τον κλήρο θεωρούσαν ως κεφαλή του ραγιά. Ανεξάρτητα από το βαθμό συμμετοχής του σε επαναστατική προετοιμασία, μόνο στην Κωνσταντινούπολη και επαρχίες οι θανατωθέντες κληρικοί ανήλθαν σε 10.000 περίπου.
    Κάποιοι λίγοι, νεώτεροι ιστορικοί, αμφισβητούν το μέγεθος της προσφοράς του κλήρου Κατά την Επανάσταση του ΄21. Αντιπαραθέτουμε:
-    Ο απομνημονευμοτογράφος του Αγώνα Φωτάκος (Φώτιος Χρυσανθόπουλος) γράφει «…Και η θρησκεία (θρησκόληπτοι) τόσο εχαύνωσε τον απλούν όχλον… Πίστευαν ότι αν σκότωναν Τούρκους ο Θεός θα τους κολάσει. Και ότι θα δώσωσι λογαριασμόν περί τούτου. Αλλ’ ο κλήρος τους έβγαλε από αυτήν την πλάνην, διότι έλαβε πρώτος τα όπλα. Πολλοί δε μάλιστα των αριερέων, ως ο Ελους Άνθιμος, έκαμαν επίτηδες και ευχάς, τας οποίας έδιδαν εις τους ιερείς των επαρχιών και τας εδιάβαζαν μετά την παράκλησιν».
    Ο Φωτάκος διασώζει την ευχή και το εξαποστειλάριο του Ανθίμου «Εν τούτω τω Σταυρώ νικάτε, απόγονοι των Ελλήνων οι χριστώνυμοι και της ορθοδόξου εκκλησίας ευσεβή τέκνα και ακταβάλλετε τους αθέους αγαρηνούς».
-    Δεσπότης ήταν  ένας από τους πιο σημαντικούς οργανωτές του Αγώνα. Ο Βρεσθένης Θεοδώρητος.
-    Κληρικός ήταν ο Θεοφ. Καΐρης που κήρυξε την Επανάσταση στην Άνδρο.
-    Αρχιμανδρίτης ήταν ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο θεμελιωτής της τυπογραφίας του Αγώνα.
-    Αρχιμανδρίτης ήταν ο Άνθιμος Γαζής, ο επαναστάτης του Πηλίου.
-    Δεσπότης ήταν ο Ρωγών Ιωσήφ, η ψυχή της άμυνας του Μεσολογγίου που με την ανατίναξη και το μαρτύριο του έκλεισε η αυλαία του δράματος του Μεσολογγίου.
-    Κληρικός και ο περιώνυμος για την παιδεία του Κωνσταντίνος Οικονόμος που εκφώνησε το συγκλονιστικό επικήδειο στην Οδησσό. Στην κηδεία του Γρηγορίου Ε΄ αυτός πρώτος εμφανίστηκε ενώπιον του τσάρου Αλεξάνδρου Α΄, απευθύνοντας ικετήρια αναφορά για τη σωτηρία των Γραικών.
-    Τέλος, αρχιμανδρίτης ήταν ο θρυλικός Παπαφλέσσας. Ο μπουρλοτιέρης των ψυχών που ανέστησε στις 20 Μαΐου 1825 τον Λεωνίδα στο Μανιάκι.
Ωστόσο την καλύτερη αναγνώριση, της προσφοράς του κλήρου στον αγώνα της Εθνεγερσίας την έχουμε από τον αντίπαλο, τον θρυλικό Κιουταχή που όταν κατέλαβε το Αιτωλικό, έχοντας συλλάβει και τον ιερέα Παπά Οικονόμου. Αφού τον προπηλάκισε είπε «Σεις οι παπάδες τα κάμνετε όλα αυτά τα κακά». Υπονοούσε φυσικά την από τους ιερείς παρόρμηση των επαναστατών στον υπέρ πατρίδος Αγώνα.

Γιώργος Αλεβίζος